Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Βιντεοπαιχνίδι: «The Thing» (2002)

THE THING


«I'm going to hide this tape when I'm finished. If none of us make it, at least there'll be some kind of record. The storm's been hitting us hard now for 48 hours. We still have nothing to go on. One other thing: I think it rips through your clothes when it takes you over. Windows found a pair of shredded and dirty longjohns but the nametag was missing. They could be anybody's. We are all very tired… There's nothing more I can do, just wait... This is R.J. Macready, helicopter pilot, US Outpost #31.» – Ρ. Τζ. Μακρίντι



    Με αφετηρία τη θρυλική ταινία τρόμου και επιστημονικής φαντασίας Η απειλή (1982) του σκηνοθέτη Τζον Κάρπεντερ, όπου πρωταγωνιστούσε ο ηθοποιός Κερτ Ράσελ στον ρόλο του πιλότου Μακρίντι με φόντο την παγωμένη Ανταρκτική, το 2002 η εταιρεία ηλεκτρονικών παιχνιδιών Computer Artworks ανέλαβε να κατασκευάσει ένα βιντεοπαιχνίδι δράσης τρίτου προσώπου με στοιχεία τρόμου και επιβίωσης. Η εταιρία ήταν δημιούργημα του Βρετανού καλλιτέχνη υπολογιστών Ουίλιαμ Λέιθαμ (William Latham), διάσημου για τη χρήση εξελικτικών αλγορίθμων στην ημιαυτοματοποιημένη παραγωγή ψηφιακών, δυναμικών εικαστικών πανοραμάτων όπως το θρυλικό λογισμικό Organic Art. Παρήγαγε τελικά το παιχνιδικό The Thing, έναν τίτλο με τρισδιάστατα γραφικά πραγματικού χρόνου, μέσω των οποίων προωθείται η πλοκή ως συνέχεια της προ εικοσαετίας φιλμικής αφήγησης, διαθέσιμο για πολλαπλές υπολογιστικές πλατφόρμες (PC, PlayStation 2, Xbox) και διαφημιζόμενο ως βυθισμένο στο κλίμα παράνοιας και αγωνίας του κλασικού φιλμ. Ο βασικός αντίπαλος των πρωταγωνιστών της ταινίας, το παρασιτικό εξωγήινο «Πράγμα», το ευρισκόμενο σε πολλαπλά αντίτυπα κρυμμένα μέσα στα σώματα των μολυσμένων συντρόφων των ηρώων και αποκαλυπτόμενα απρόσμενα μόνο μέσω ξαφνικής βιολογικής μεταμόρφωσης, έμοιαζε κατάλληλο υλικό για ένα ατμοσφαιρικό παιχνίδι με αποκρουστικά τέρατα ως εχθρούς.
    Στην πραγματικότητα, το The Thing του 2002 δεν ήταν παρά ένα εκσυγχρονισμένο υβρίδιο του Resident Evil (1996) και του Half-Life (1998), προσανατολισμένο κυρίως στη συμβατική φυσική δράση με όπλα και με ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, σχεδιασμένα να παραπέμπουν στο κλίμα της ταινίας του ‘82. Έτσι ο παίκτης είναι σε θέση να κινείται άνετα μόνο σε εσωτερικούς και σε υπόγειους χώρους, αφού η πλοκή λαμβάνει χώρα σε τοποθεσίες της Ανταρκτικής εν μέσω χιονοθύελλας, με αποτέλεσμα μικρή ορατότητα και σταδιακή, αυτόματη μείωση της υγείας του όσο είναι στην επιφάνεια του ανοιχτού παγωμένου εδάφους. Κάποιες από τις τοποθεσίες και ο ευφάνταστος εικαστικός σχεδιασμός των αντιτύπων του Πράγματος αποτελούν αναφορές στα ανάλογα στοιχεία της κινηματογραφικής Απειλής, ενώ στις περισσότερες πίστες ο Παίκτης συνοδεύεται από ένοπλους συμμαχικούς NPC – ελεγχόμενους από τον υπολογιστή – οι οποίοι τον ακολουθούν, υπακούν σε στοιχειώδεις εντολές του και εμπλέκονται αυτομάτως σε μάχες με κοντινούς εχθρούς, προφανώς με στόχο να μεταφερθεί στο μέσον του βιντεοπαιχνιδιού το κοινωνικό στοιχείο του σεναρίου της ταινίας. Ένας σημαντικός για την πλοκή χαρακτήρας (ο Δρ. Σων Φάραντεϊ) τυχαίνει να είναι εμφανισιακά πανομοιότυπος με τον …σημερινό Τζον Κάρπεντερ, στο βίντεο του τερματισμού εμφανίζεται απρόοπτα ως πιλότος ελικοπτέρου ο πρωταγωνιστής του φιλμ Μακρίντι – ακόμα ζωντανός με ανεξήγητο τρόπο – με την αμφίεσή του από τις σκηνές πτήσης της ταινίας, ενώ ο κεντρικός χαρακτήρας του Παίκτη σε ορισμένα βίντεο έχει ατάκες και συμπεριφορά παρόμοια με του χαρακτήρα του Κερτ Ράσελ στο κινηματογραφικό εγχείρημα του 1982.

Κινηματογράφος: «Χαμός στην Τσαϊνατάουν» (1986)




     Στο σύγχρονο Σαν Φρανσίσκο, ένας …πολύ σίγουρος για τον εαυτό του φορτηγατζής και στερεοτυπικός «αρρενωπός αλήτης με χρυσή καρδιά» ονόματι Τζακ Μπάρτον (Κερτ Ράσελ) δέχεται να βοηθήσει τον κινεζικής καταγωγής φίλο του Γουάνγκ να διασώσει την ερωμένη του, η οποία έχει μόλις απαχθεί από μία επικίνδυνη συμμορία της Τσαϊνατάουν. Στην πορεία κάποιοι κλέβουν το φορτηγό του και γίνεται μάρτυρας της υπερφυσικής παρέμβασης τριών πανίσχυρων μάγων – βοηθών του μυστηριώδους, αιωνόβιου και δαιμονικού Λο Παν – στη διένεξη μεταξύ αντίπαλων συμμοριών της συνοικίας. Γρήγορα ο Τζακ σχηματίζει μία συμμαχία με τον Γουάνγκ, μία δικηγόρο ονόματι Γκρέις Λω (Κιμ Κατράλ) και τον τοπικό Κινέζο «λευκό μάγο» Εγκ (Βίκτορ Γουόνγκ), ο οποίος τη μέρα εργάζεται ως οδηγός τουριστικού λεωφορείου και τη νύχτα φημίζεται ως ειδήμων στον Λο Παν. Στόχος τους είναι να σταματήσουν τον τελευταίο πριν να είναι αργά. Στόχος του Λο Παν είναι να θυσιάσει μία κοπέλα με πράσινα μάτια για να άρει μια αρχαία κατάρα από πάνω του και να αποκτήσει ξανά υλικό σώμα, ώστε να κυβερνήσει τον κόσμο. Στόχος του Τζακ, να βρει το κλεμμένο του φορτηγό και να εντυπωσιάσει την όμορφη Γκρέις…
     Το 1985 ο Τζον Κάρπεντερ κλήθηκε να σκηνοθετήσει ένα ιδιόρρυθμο φιλμ, αρχικά προοριζόμενο για γουέστερν επηρεασμένο από τα «γούξια»: κινεζικές ταινίες πολεμικών τεχνών με υπερφυσικά στοιχεία, στηριγμένα στη λαϊκή κουλτούρα της Άπω Ανατολής. Το σενάριο ωστόσο ξαναγράφτηκε κατ’ απαίτηση του στούντιο, η δράση μεταφέρθηκε στην Τσαϊνατάουν του σύγχρονου Σαν Φρανσίσκο ώστε τα φάνταζυ συστατικά να ξαφνιάσουν περισσότερο τους θεατές και εισήχθησαν κωμικά στοιχεία σκρούμπολ, σε μία περίοδο που ταινίες δράσης νέας κοπής με εύθυμες νότες είχαν αρχίσει να κατακλύζουν το υπερατλαντικό σινεμά. Για τον «εμπορικό» πλέον Κάρπεντερ, κυρίως μετά τη φρέσκια επιτυχία του συμβατικά χολιγουντιανού Στάρμαν, με τη στήριξη μεγάλων κινηματογραφικών κυκλωμάτων και με εξασφαλισμένη τη συμμετοχή του Κερτ Ράσελ – ερμηνευτικής «μούσας» του σκηνοθέτη – στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η επιτυχία έμοιαζε προεξοφλημένη. Ωστόσο η παραγωγή έπρεπε να επισπευστεί ώστε η ταινία να διανεμηθεί στις αίθουσες πριν από το ανταγωνιστικό εγχείρημα παρόμοιας θεματολογίας Το χρυσό παιδί, με τον δημοφιλή Έντι Μέρφι, το οποίο ετοιμαζόταν την ίδια περίοδο. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε, μα μόνο για να αποδειχθεί οδυνηρά πως το στούντιο δεν είχε ιδέα πώς να προωθήσει και να διαφημίσει στο κοινό ένα τέτοιο δημιούργημα.

Κινηματογράφος: «Στάρμαν» (1984)




     Στον απόηχο της αναζωπύρωσης της έρευνας για εξωγήινη νοημοσύνη κατά τη δεκαετία του ‘70, με την εκλαΐκευση του έργου του Καρλ Σαγκάν και την καθιέρωση του Προγράμματος SETI, ένας προηγμένος διαστημικός πολιτισμός αναχαιτίζει το «Βόγιατζερ II» (διαστημικό σκάφος το οποίο πράγματι εκτοξεύτηκε από τη Γη το 1977, μεταφέροντας στα πέρατα του Σύμπαντος μηνύματα απευθυνόμενα σε τυχόν ευφυή πλάσματα) και αποστέλλει έναν πρεσβευτή στον πλανήτη μας εν έτη 1984. Το όχημά του ωστόσο καταρρίπτεται από την Αεράμυνα των ΗΠΑ και ο επισκέπτης από τ’ άστρα καταφεύγει στο απομονωμένο επαρχιακό σπίτι της Τζένι Χέιντεν (Κάρεν Άλεν), χήρας ακόμα ερωτευμένης με τον νεκρό σύζυγό της (Τζεφ Μπρίτζες), οικειοποιούμενος το DNA του τελευταίου και λαμβάνοντας τη μορφή του προκειμένου να κερδίσει τη συμπάθεια και τη βοήθεια της Τζένι. Στόχος του να διασχίσει τη μισή έκταση των ΗΠΑ ώστε σε τρεις μέρες να βρίσκεται σε ένα προκαθορισμένο σημείο συνάντησης στην έρημο της Αριζόνα, όπου ένα διαστημόπλοιο θα τον παραλάβει για να επιστρέψει στον πλανήτη του. Ταξιδεύοντας οδικά με τη συνοδεία της Τζένι έρχεται σε επαφή με την ανθρώπινη κοινωνία και φύση με απρόσμενα αποτελέσματα, ενώ κυβερνητικοί πράκτορες και στελέχη του Στρατού έχουν εντολή να εντοπίσουν και να συλλάβουν τον εξωγήινο για λόγους «εθνικής ασφάλειας»…
     Ο Κάρπεντερ συνεχίζει το δημιουργικό «σερί» του στα μέσα της πιο παραγωγικής του δεκαετίας με την προτελευταία του στουντιακή παραγωγή, με χρηματοδότηση του ηθοποιού και αστέρα του Χόλιγουντ Μάικλ Ντάγκλας, βουτώντας στα νερά του εμπορικού σινεμά υψηλού προϋπολογισμού αλλά χωρίς να χάνει τα στοιχεία του μοναδικού του ύφους και τις αποδείξεις του ταλέντου του. Οι συντελεστές κινηματογραφούν μία ενήλικη εκδοχή του ET, ο εξωγήινος, αντικαθιστώντας την παιδική αθωότητα με το ρομάντζο και ποντάροντας σε μια «καταδικασμένη» ιστορία αγάπης. Ο Κάρπεντερ ζωγραφίζει στην οθόνη τη διπλή φύση της Ανθρωπότητας τονίζοντας την αντίθεση μεταξύ ανεκτικότητας – κατανόησης και μισαλλοδοξίας – εγωκεντρικής αλαζονείας, αξιοποιώντας ταυτόχρονα στο έπακρο τα «παιχνίδια» τα οποία του παρέχει ο υψηλός προϋπολογισμός (π.χ. με εντυπωσιακές, επιβλητικές σκηνές συγκρούσεων ή καταδιώξεων με φορτηγά και ελικόπτερα, ή με προσεγμένα μηχανικά και προσθετικά εφέ υπό την επίβλεψη του «μάγου» Σταν Γουίνστον) και στήνοντας διαρκώς εξαιρετικά, αρμονικά καδραρισμένα και ατμοσφαιρικά φωτισμένα μακρόστενα και ευρυγώνια στατικά νυχτερινά πλάνα, βγαλμένα θαρρείς από ευφάνταστες τοιχογραφίες. Οι ερμηνείες είναι πολύ καλές και ο Τζεφ Μπρίτζες μοιάζει απολαυστικός όσο υποδύεται έναν ξένο οργανισμό ο οποίος προσπαθεί άτσαλα να προσαρμοστεί στα δεδομένα ενός ανθρώπινου σώματος και του γήινου περιβάλλοντος, παρέχοντας έτσι και διάσπαρτα στιγμιότυπα πετυχημένου χιούμορ. Η γλυκιά μεταστροφή της Άλεν από απελπισμένο θύμα απαγωγής σε εκ νέου ερωτευμένη γυναίκα που ανακαλύπτει ξανά την αξία της ζωής και τα θετικά στοιχεία της Ανθρωπότητας, κερδίζει εύκολα τους θεατές. Το κύριο πρόβλημα του εγχειρήματος έγκειται στο τυποποιημένο σενάριο με την αναμενόμενη ανέλιξη, τις επαναλαμβανόμενες κλισέ καταστάσεις και διάρκεια περίπου ένα τέταρτο της ώρας μεγαλύτερη απ’ όσο θα έπρεπε.

Κινηματογράφος: «Κριστίν» (1983)



     Ο Τζον Κάρπεντερ, μετά την απογείωση του έργου του στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με την Απόδραση από τη Νέα Υόρκη και την Απειλή, μεταφέρει με στυλ στη μεγάλη οθόνη – και για άλλη μια φορά με τη στήριξη μεγάλου στούντιο – ένα τότε ευπώλητο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ. Η αντίκα «Κριστίν», μία κόκκινη Πλύμουθ Φιούρι του 1957, γοητεύει εν έτη 1978 έναν 17χρονο μαθητή Λυκείου, στερεοτυπικό «μαμμόθρεφτο σπασίκλα», στα προάστια μιας πόλης των ΗΠΑ. Ο Άρνολντ την επισκευάζει και συναρπάζεται από το παράξενο παλιό αυτοκίνητο, του οποίου το ραδιόφωνο παίζει μυστηριωδώς μόνο ροκ εν ρολ του ’50 και ο προηγούμενος ιδιοκτήτης αυτοκτόνησε στα καθίσματά του, μέχρι που βαθμιαία αποκτά αυτοπεποίθηση, μεταμορφώνεται, αφυπνίζεται σεξουαλικά, βλέπει τη ζωή του να αλλάζει και αρχίζει να αντιστέκεται – ίσως αλαζονικά – σε όσα τον καταπιέζουν. Παράλληλα γίνεται υπέρμετρα και παράλογα προστατευτικός απέναντι στην Κριστίν τη στιγμή που και η ίδια, κρύβοντας στο μέταλλό της μια δαιμονική και αυτοσυνείδητη ευφυΐα, διακρίνεται από μία ζηλοτυπία και μία εκδικητικότητα που φτάνουν μέχρι και τον φόνο…
     Μ’ αυτή την ιδιόρρυθμη ιστορία καταδικασμένης «αγάπης», ο Κινγκ έμοιαζε να σχολιάζει, με απλό τρόπο και με το περίβλημα του υπερφυσικού τρόμου, τις μεσοαστικές εφηβικές ανασφάλειες στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και τις ψυχολογικές προεκτάσεις της διείσδυσης και φετιχοποίησης της υψηλής τεχνολογίας στην καθημερινότητα. Ο Κάρπεντερ επιλέγει να κινηματογραφήσει με απόλυτη σοβαρότητα και σκοτεινό τόνο μια ιστορία που φλερτάρει με το γελοίο, ευρισκόμενος στο στοιχείο του με την b-movie αίσθησή της, πνίγοντας ταυτόχρονα το φιλμ στο ρετρό ροκ εν ρολ από «την εποχή της αθωότητας», αφαιρώντας και την παραμικρή υπόνοια σπλάτερ και καταστρέφοντας δεκάδες παλιές Πλύμουθ κατά τα γυρίσματα – τα μόνα «αιματηρά» πλάνα στα οποία εκτίθεται ο θεατής αφορούν… μηχανικά «εντόσθια». Δυστυχώς, παρά τη νοσταλγική διάθεση και την επαρκή οικοδόμηση της ατμόσφαιρας από έναν μάστορα του είδους, τα στιγμιότυπα του τρόμου δεν εκμαιεύουν από τον θεατή ούτε φρίκη ούτε αγωνία, ενώ μετά το μέσον το σενάριο μοιάζει να αναλώνεται σε ατελείωτα υπονοούμενα ή σε σκηνές καταδίωξης εστιασμένες στις – θεαματικές, είναι η αλήθεια – συγκρούσεις αυτοκινήτων και στα άψογα μηχανικά και οπτικά ειδικά εφέ, με την Κριστίν να αυτοεπισκευάζει μαγικά και στιγμιαία το αμάξωμά της. Ορισμένες σκηνές ξεχωρίζουν, όπως η βιντεοκλιπίστικη εισαγωγή με την «ηρωίδα» να συναρμολογείται σε μία εργοστασιακή γραμμή παραγωγής το 1957 δολοφονώντας με την ευκαιρία και το πρώτο της θύμα, ή εκείνη όπου η φλεγόμενη, φονική Κριστίν τρέχει μανιασμένα μες στην νύχτα και στην άσφαλτο χωρίς οδηγό.

Κινηματογράφος: «Η απειλή» (1982)

«THE THING»



     Στην Ανταρκτική του 1982, καταμεσής μίας χιονοθύελλας η οποία έχει διακόψει επί εβδομάδες τις ραδιοεπικοινωνίες, μία αποκομμένη ομάδα επιστημόνων και εργατών στην πολική βάση των ΗΠΑ «Φυλάκιο 31» έρχεται απρόοπτα αντιμέτωπη με έναν εξωγήινο οργανισμό, παγωμένο στο χιόνι επί εκατό χιλιετίες, ο οποίος έχει ήδη μολύνει το προσωπικό μίας γειτονικής νορβηγικής ερευνητικής εγκατάστασης οδηγώντας στην καταστροφή της. Ο παρασιτικός αυτός οργανισμός (το «Πράγμα») κατέπεσε και συνετρίβη στη Γη με διαστημόπλοιο προ αμνημονεύτων ετών και μπορεί να αφομοιώνει βιολογικά πλάσματα κάθε τύπου, οικειοποιούμενο πλήρως τη μορφή και λειτουργία τους κατά βούληση. Κάθε κύτταρο και κάθε αντίτυπό του είναι τουλάχιστον στοιχειωδώς «ευφυές», με κύριο γνώμονα της συμπεριφοράς του την αυτοπροστασία του. Όντας πανούργο, τα πλήρη αντίτυπά του προσπαθούν να κρύψουν τη φύση και τις δραστηριότητές τους ώστε να περάσουν απαρατήρητα. Η ομάδα των δώδεκα ανδρών πρέπει τώρα όχι μόνο να κατανοήσει τι συμβαίνει, αλλά και να αντιμετωπίσει την υποψία ότι τουλάχιστον ένας ανάμεσά τους έχει δολοφονηθεί κι έχει αντικατασταθεί κρυφά από εξωγήινη απομίμηση…
     Ο Τζον Κάρπεντερ, διάσημος και αγαπημένος δημιουργός πλέον των χολιγουντιανών στούντιο εν έτη 1982, διασκευάζει για τη μεγάλη οθόνη μία παλιά νουβέλα επιστημονικής φαντασίας (Ποιος είναι εκεί;, 1938), δημιουργώντας έτσι ένα κατά πολύ πιστότερο στη λογοτεχνική πηγή ριμέικ της αγαπημένης ταινίας των παιδικών του χρόνων Το πράγμα απ’ τον άλλο κόσμο (1951), παλιότερη κινηματογραφική διασκευή της νουβέλας κινούμενη σε καθαρά ψυχροπολεμική λογική. Ταυτόχρονα, οι συντελεστές (συμπεριλαμβανομένης μίας μικρής συμβολής από τον «μάγο των εφέ» Σταν Γουίνστον), με αφετηρία την παιδική απογοήτευση του σκηνοθέτη από τις αφελείς απεικονίσεις τεράτων στην κλασική επί της μεγάλης οθόνης επιστημονική φαντασία (συνήθως τίποτα περισσότερο από έναν μεταμφιεσμένο ηθοποιό), εκμεταλλεύονται στο έπακρο τις συσσωρευόμενες εξελίξεις στις μεθόδους και στις τεχνολογίες του προσθετικού μακιγιάζ και των μηχανικών ειδικών εφέ περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970, πλάθοντας έναν κόσμο όπου ο σωματικός τρόμος των μεταλλασσόμενων οργανισμών και των εκφυλιζόμενων ιστών αποκτά μια εφιαλτική αληθοφάνεια: το «Πράγμα» διαρκώς μεταμορφώνεται, επεκτείνεται, μιμείται, σαρώνει στο διάβα του καθετί βιολογικό και γεννά μέσα από σώματα θηλαστικών αποκρουστικά τερατόμορφα πλάσματα – με πλοκάμια και αραχνοειδή πόδια, ανακατεμένα με εντόσθια. Κάθε είκοσι λεπτά της φιλμικής διάρκειας κρύβουν μία νέα, φρικώδη έκπληξη για τον θεατή.

Κινηματογράφος: «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» (1981)




     Στο εγγύς μέλλον, το 1997, η εγκληματικότητα στις ΗΠΑ έχει εκτιναχθεί στα ύψη, ριζοσπαστικές πολιτικές ομάδες προκαλούν αναταραχή, η τεχνολογία της παρακολούθησης και της καταστολής στην υπηρεσία της κυβέρνησης έχει εξελιχθεί, ενώ από καιρό έχει ξεσπάσει παγκόσμιος πόλεμος με τη «σοσιαλιστική» Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Το Μανχάταν έχει εκκενωθεί, περιτειχιστεί, αποκλειστεί και οι περιπολούμενοι έξοδοί του έχουν ναρκοθετηθεί, μετατρέποντάς το σε αδιαπέραστη, γιγάντια φυλακή υψίστης ασφαλείας, όπου τοποθετούνται οι πιο επικίνδυνοι εγκληματίες χωρίς άμεση αστυνομική επιτήρηση – κανείς δεν βγαίνει ποτέ από εκεί. Όταν ακτιβιστές τρομοκράτες καταλαμβάνουν το αεροσκάφος του Προέδρου της χώρας (Ντόναλντ Πλέζενς) και το οδηγούν σε συντριβή καταμεσής του Μανχάταν, οι υπεύθυνοι της Μυστικής Υπηρεσίας αναγκάζονται να ζητήσουν τη βοήθεια του καταδίκου Σνέικ Πλίσκεν (Κερτ Ράσελ): κυνικός, γεροδεμένος, πρώην καταδρομέας των Ειδικών Δυνάμεων και νυν συλληφθείς ληστής τραπεζών με διασυνδέσεις στον υπόκοσμο, πρέπει να διεισδύσει απαρατήρητος στο Μανχάταν με ανεμοπλάνο και να βρει μέσα σε 24 ώρες τον Πρόεδρο – αιχμάλωτο των κρατουμένων, οι οποίοι έχουν οικοδομήσει τη δική τους «πρωτόγονη» κοινωνία υπό την ηγεσία του «Δούκα» –, διαφορετικά θα καταλήξει νεκρός. Όμως το σημαντικό δεν είναι η ζωή του Προέδρου αλλά μία κασέτα δεδομένων την οποία έχει μαζί του, με πολύτιμες επιστημονικές πληροφορίες ικανές να τερματίσουν τον πόλεμο και να φέρουν την ειρήνη, αρκεί να βρεθούν και να αξιοποιηθούν προτού λήξει μία Συνδιάσκεψη Κορυφής ακριβώς σε 24 ώρες…
     Καταμεσής της δεκαετίας του 1970, στον απόηχο του σκανδάλου του Γουότεργκεϊτ το οποίο πυροδότησε στο Χόλιγουντ μία λαίλαπα ταινιών με θεματολογία αντικυβερνητικής συνωμοσιολογίας, ο Τζον Κάρπεντερ έγραψε το σενάριο ενός πρωτότυπου, αγωνιώδους b-movie δράσης σε σκηνικό επιστημονικής φαντασίας και με μια αίσθηση διαρκούς νυχτερινής απειλής. Τότε το εγχείρημα δεν έγινε δεκτό από κανένα στούντιο, αλλά μετά τη γιγάντια επιτυχία της πασίγνωστης Νύχτας με τις μάσκες (1978) και τη διεθνή διανομή του αυστραλέζικου μεταποκαλυπτικού b-movie δράσης Μαντ Μαξ (1979) ο σκηνοθέτης κατόρθωσε να βρει παραγωγούς πρόθυμους να χρηματοδοτήσουν την – καλτ πλέον – Απόδραση από τη Νέα Υόρκη (1981). Η απέριττη πλοκή είναι κομψά δομημένη, οι χαρακτήρες και οι διάλογοι απολαυστικά εξωπραγματικοί, οι σποραδικές πινελιές του χιούμορ κατάμαυρες («–Are you going to kill me now? –Too tiredmaybe later.»), το φινάλε ταιριαστά μηδενιστικό και κυνικό ως προς την άρχουσα τάξη, η δράση υποδειγματικά φιλμαρισμένη, η βία στυλιζαρισμένα τραχιά, τα ντεκόρ πειστικά και ατμοσφαιρικά, τα ειδικά εφέ «της παλιάς σχολής». Όμως τα κύρια ατού της Απόδρασης είναι ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας του Πλίσκεν, η ερμηνεία του από τον Κερτ Ράσελ, η σκηνοθεσία του Κάρπεντερ και οι ιδέες του σεναρίου.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Κινηματογράφος: «Η νύχτα με τις μάσκες» (1978)

ΤΖΟΝ ΚΑΡΠΕΝΤΕΡ


Η ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ

«HALLOWEEN»




     Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 διανεμήθηκε στις αίθουσες μία ανεξάρτητη ταινία-σταθμός η οποία καθιέρωσε την – προϋπάρχουσα – σχολή του «σλάσερ» στον χώρο του κινηματογράφου τρόμου και φρίκης. Η ταινία δεν ήταν άλλη από το Halloween, που κατέστησε διάσημους και πλούσιους τον σκηνοθέτη Τζον Κάρπεντερ και την πρωταγωνίστρια Τζέιμι Λι Κέρτις. Η Νύχτα με τις μάσκες γνώρισε τουλάχιστον οκτώ συνέχειες κατά την επόμενη εικοσαετία – πλήρως αποτυχημένες καλλιτεχνικά – και αμέτρητους μιμητές, με βασικότερη την κάκιστη κινηματογραφική σειρά Παρασκευή και 13 (το πρώτο σλάσερ από μεγάλο χολιγουντιανό στούντιο). Το στοιχείο του σπλάτερ – ωμή και απροκάλυπτη βία, με λεπτομερείς απεικονίσεις τραυματισμών και αιματοχυσιών επί της οθόνης – δεν έκανε πρώτη φορά την εμφάνισή του σε φιλμ το 1978 βεβαίως, καθώς είχαν προηγηθεί η Υστερία του ’74, ο τραχύτερος και πολύ αιματηρότερος Σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι του ’75 και τα αμέτρητα ιταλικά τζιάλο, αλλά η Νύχτα με τις μάσκες, χωρίς καν πολύ σπλάτερ, είναι η πρώτη που γνώρισε μαζική αποδοχή από κοινό, στούντιο και κριτικούς και δημιούργησε τη μόδα των αμέτρητων και κάκιστων συνεχειών, η οποία τελικά μόνο ζημιά έκανε στην κατηγορία. Είναι επίσης ο τελευταίος κρίκος σε μια αλυσίδα ταινιών τρόμου ή θρίλερ με την αφετηρία της δέκα χρόνια πριν (με τη Νύχτα των ζωντανών νεκρών και το Μωρό της Ρόζμαρι του 1968), οι οποίες – ενώ ταυτόχρονα ο Στίβεν Κινγκ πετύχαινε το ίδιο στη λογοτεχνία – μετέφεραν τον φιλμικό χωρόχρονο του τρόμου στη σύγχρονη επαρχιακή, μητροπολιτική ή προαστιακή καθημερινότητα, αντί για το σύνηθες ως τότε γοτθικό / ιστορικό σκηνικό, προξενώντας πολλαπλάσια ρίγη ανατριχίλας στον μοντέρνο άνθρωπο της Δύσης.
     Το σενάριο είναι απλό: ο Μάικλ Μάγιερς, διαταραγμένος νους που στα έξι του χρόνια κατακρεούργησε τη μεγαλύτερη αδελφή του, αποδρά ύστερα από δεκαπέντε χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρική κλινική και επιστρέφει στη μικρή επαρχιακή γενέτειρα πόλη του, ανήμερα της γιορτής των Αγίων Πάντων (το καρναβάλι των ΗΠΑ όπου μασκαρεμένα παιδιά περιφέρονται από σπίτι σε σπίτι ζητώντας χρήματα και κεράσματα) – επέτειο του θανάτου της αδελφής του. Ο ψυχίατρός του Σαμ Λούμις, γνωρίζοντας πως ο Μάγιερς είναι ικανός για φόνο, τον ακολουθεί για να τον σταματήσει και ειδοποιεί τον τοπικό Σερίφη σχετικά με τον κίνδυνο. Ο επικίνδυνος ψυχοπαθής παρακολουθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας – φορώντας διαρκώς μία πάλλευκη μάσκα – μία παρέα εφήβων μαθητριών, εργαζόμενες τις νύχτες ως μπέιμπισιτερ έναντι αμοιβής. Το ίδιο βράδυ του Χαλογουίν αρχίζει να τις σφαγιάζει μεθοδικά μία-μία μαζί με τους συνομήλικους ερωτικούς συντρόφους τους και μόνο η πρωταγωνίστρια Λόρι Στρόοντ (Τζέιμι Λι Κέρτις), παρθένα που απεχθάνεται τις καταχρήσεις σε ναρκωτικά και αλκοόλ, διαφεύγει επανειλημμένα. Τελικά η Λόρι καλεί σε βοήθεια τον Λούμις, που περιπολούσε στην πόλη αναζητώντας τον ασθενή του, και ο ψυχοπαθής πέφτει κάτω χτυπημένος από τις σφαίρες του όπλου του. Σύντομα όμως βλέπουμε πως το «πτώμα» του εξαφανίζεται και υποθέτουμε ότι «ο θάνατος είναι ακόμα ζωντανός»…

Κινηματογράφος: «Ο σταθμός 13 δέχεται επίθεση» (1976)

ΤΖΟΝ ΚΑΡΠΕΝΤΕΡ


Ο ΣΤΑΘΜΟΣ 13 ΔΕΧΕΤΑΙ ΕΠΙΘΕΣΗ

«ASSAULT ON PRECINCT 13»




     Η δεύτερη ταινία του Τζον Κάρπεντερ είναι μία εμφανώς β’ διαλογής περιπέτεια χαμηλού προϋπολογισμού, με άγνωστους τότε συντελεστές, η οποία λειτουργεί εξίσου καλά ως ταινία δράσης και ως θρίλερ αγωνίας. Με πηγές έμπνευσης το κλειστοφοβικό, ιδιόρρυθμο γουέστερν Ρίο Μπράβο (1959) και την εξίσου κλειστοφοβική, θρυλική ταινία τρόμου Η νύχτα των ζωντανών νεκρών (1968), το φιλμ εκσυγχρονίζει την ιστορία και μεταφέρει την πλοκή στη ζούγκλα των μετανεωτερικών μητροπόλεων, σχολιάζοντας ακροθιγώς επίκαιρα τότε ζητήματα όπως η αστική βία, η αστυνομική ασυδοσία και η σταδιακή αλλαγή που συνέβαινε στις φυλετικές σχέσεις της κοινωνίας των ΗΠΑ: ο πρωταγωνιστής είναι Αφροαμερικανός και οι αντίπαλοί του ένα καινοφανές διαφυλετικό μείγμα.
     Η πλοκή είναι απέριττη και το πρώτο ημίωρο στήνει το σκηνικό: μία εγκληματική συμμορία του Λος Άντζελες έχει στην κατοχή της ένα φορτίο κλεμμένων όπλων εξοπλισμένων με σιγαστήρες και επιδίδεται σε ένα όργιο παρανομιών κατά τη διάρκεια ενός Σαββάτου, αναζητώντας εκδίκηση από την τοπική Αστυνομία η οποία δολοφόνησε έξι μέλη της σε ενέδρα. Ένας περαστικός πατέρας του οποίου η κόρη πέφτει τυχαία θύμα της συμμορίας πυροβολεί για λόγους εκδίκησης ένα ηγετικό στέλεχος της τελευταίας, καταδιώκεται και καταφεύγει σε ένα απομονωμένο, έτοιμο να κλείσει αστυνομικό τμήμα χωρίς ενεργή τηλεφωνική γραμμή, καταμεσής των γκέτο. Μόνο προσωπικό του χώρου δύο γυναίκες γραμματείς, ένας νεαρός αστυνομικός στην πρώτη του βάρδια, ο προϊστάμενός του και τρεις βαρυποινίτες μαζί με τους ελάχιστους ένοπλους συνοδούς τους. Μεταξύ των εγκλείστων υπάρχει και ένας «εξυπνάκιας», λιγομίλητος κατά συρροή δολοφόνος, ο οποίος σύντομα πρόκειται να εκτελεστεί στην ηλεκτρική καρέκλα…

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Κινηματογράφος: «Σκοτεινό αστέρι» (1974)

ΤΖΟΝ ΚΑΡΠΕΝΤΕΡ

==> Κινηματογράφος: Σκοτεινό αστέρι (1974, «Dark Star») <==

ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΑΣΤΕΡΙ

«DARK STAR»




     Στο απώτερο μέλλον, το τετραμελές πλήρωμα ενός αποκομμένου από τη Γη διαστημοπλοίου ονόματι «Σκοτεινός Αστέρας» – ευρισκόμενου σε πολυετή αποστολή στα πέρατα του Γαλαξία και υπεύθυνου για την ανατίναξη πλανητών, η τροχιά των οποίων απειλεί τη σταθερότητα αστρικών συστημάτων προορισμένων για αποικισμό από την Ανθρωπότητα – δαπανά βαριεστημένα, ράθυμα και ανιαρά τον χρόνο του χωρίς να αναπτύσσει πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις. Αδιάφοροι για τα πάντα, έχουν φθάσει σε σημείο να μην μπορούν να ανακαλέσουν τα μικρά τους ονόματα αφού αποκαλούνται με τα επίθετα. Μόνο ένας ελάχιστα ευφυής εξωγήινος σε σχήμα… μεγάλης σφαίρας με πόδια (!) και ο πανταχού παρών υπολογιστής του πλοίου με την αισθησιακή γυναικεία φωνή τους κρατούν συντροφιά, ενώ ένα πλήθος μηχανικών βλαβών θέτουν την αποστολή σε κίνδυνο...
     Το β’ διαλογής αυτό φιλμ είναι κατ’ ουσία μία πάμφθηνη και χαμηλών αξιών παραγωγής φοιτητική εργασία του Τζον Κάρπεντερ, σπουδαστή κινηματογράφου στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η οποία στη συνέχεια βρήκε χορηγούς από το Χόλιγουντ και – μετά το φιλμάρισμα και την προσθήκη ενός σαραντάλεπτου πρόσθετου υλικού – μετατράπηκε σε πλήρες κινηματογραφικό εγχείρημα. Είναι η ταινία η οποία εκκίνησε την καριέρα του Αμερικανού «βασιλιά των b-movies» και δεν πρόκειται στην ουσία παρά για μία μαύρη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας, μία εμπνευσμένη παρωδία του αριστουργηματικού 2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος (1968). Αντί για τους μηχανοποιημένους, ψυχρούς και ανιαρούς αστροναύτες του 2001, εδώ πρωταγωνιστούν βαριεστημένοι, στο όρια της λοβοτομής… μελλοντικοί χίπηδες! Αντί για το αποστειρωμένο, φουτουριστικό και μινιμαλιστικό «Ντισκάβερι 1» του 2001 – α λα «Έντερπραϊζ» του Σταρ Τρεκ – εδώ έχουμε το ακατάστατο, βρώμικο, σχεδόν βιομηχανικό περιβάλλον του «Σκοτεινού Αστέρα» που αποπνέει απόγνωση και παρακμή (προπομπός της ανάλογης μελλοντολογικής αισθητικής του Πολέμου των άστρων και του Alien). Αντί για τον δυσλειτουργικό υπολογιστή HAL 9000 του 2001 εδώ έχουμε μια ευφυή θερμοπυρηνική βόμβα (υπεύθυνη για την καταστροφή των πλανητών σύμφωνα με το σχέδιο της αποστολής) με ικανότητα λόγου, αυτενέργεια, ξεροκέφαλο πείσμα και… φιλοσοφικές ανησυχίες! Αντί για την κλασική ορχηστρική μουσική του 2001 εδώ έχουμε ξεσηκωτικό ροκ του ‘60. Αντί για το μεταφυσικό ταξίδι του βασικού ήρωα «πέρα από το άπειρο» στο φινάλε του 2001, εδώ έχουμε τη στιλάτη και χιουμοριστική αυτοκτονία του πρώην σέρφερ ως λύτρωση από την ανία της καθημερινότητας. Αντί για τη θεαματική, μυστικιστική ξενάγηση στα κοσμικά μυστήρια του 2001, εδώ έχουμε μια μηδενιστική, «φτηνιάρικη» ματιά στη ματαιότητα της μοντέρνας ύπαρξης και στη ρουτινιάρικη ανία του βιομηχανικού πολιτισμού.