Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Κινηματογράφος: «Eraserhead» (1977)

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣ

==> Κινηματογράφος: Eraserhead (1977, «Eraserhead») <==
Κινηματογράφος: Ντιουν (1984, «Dune»)

ERASERHEAD

«ERASERHEAD»






     Το σκηνικό είναι ένα σχεδόν ερειπωμένο, ανώνυμο αστικό κέντρο σε παρακμή, χωρίς φυτά και ζώα, σαν εγκαταλελειμμένη βιομηχανική ζώνη. Ο Χένρυ Σπένσερ, ένας αφελής και νευρικός «τυπογράφος σε διακοπές», αφήνει έγκυο τη νεαρή Μέρι, ευρισκόμενη μονίμως στα πρόθυρα της υστερίας, κατά τη διάρκεια μίας περιστασιακής ερωτικής περιπέτειας. Υπό την πίεση των παράξενων γονιών της, εμφανώς αντιτιθέμενων στο προγαμιαίο σεξ, αναγκάζονται να παντρευτούν και να συζήσουν. Η Μέρι όμως δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της μητρότητας απέναντι στο μεταλλαγμένο, σχεδόν ερπετόμορφο, άρρωστο και «πρόωρα γεννημένο» βρέφος της, το οποίο προκαλεί σε όλους αποστροφή. Όταν τελικά εγκαταλείπει τη συζυγική εστία, ο Χάρι αναλαμβάνει να το μεγαλώσει μόνος του, ώσπου κατακυριεύει τη ζωή του…
     Αυτή η σύνοψη της πλοκής έχει ίσως περισσότερες λέξεις από όσες πραγματικά ακούγονται στην ταινία. Ασπρόμαυρη, σχεδόν βωβή (οι διάλογοι είναι ελάχιστοι), με τελείως ελλειπτικό σενάριο, εμβόλιμες ονειρικές σεκάνς οι οποίες δεν ξεχωρίζουν εύκολα από την «κανονική» πλοκή, μουσική επένδυση στηριγμένη σε ήχους μηχανών και διαρροές αερίων, λουσμένη στον συμβολισμό και στις παράλογες καταστάσεις, με ελάχιστους και ιδιόρρυθμους χαρακτήρες μαστιζόμενους από εμφανή ψυχοσωματικά προβλήματα, είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ντέιβιντ Λιντς μετά τις κινηματογραφικές σπουδές του στην Καλιφόρνια – με αρχικό προϋπολογισμό μόνο 10000 δολάρια της εποχής και κινηματογραφημένη σταδιακά σε διάστημα πέντε ετών. Ο Λιντς έχει από τότε αρνηθεί πεισματικά να την αναλύσει και την περιγράφει μόνο ως την «πλέον πνευματική του ταινία», ένα «όνειρο σκοτεινών πραγμάτων» και μια απεικόνιση «της αίσθησης τρόμου που διαπερνούσε τις διαβόητες συνοικίες της Φιλαδέλφεια» όταν διέμενε εκεί. Το Eraserhead, συνθέτοντας τον κινηματογραφικό σουρεαλισμό του Μπουνιουέλ με τον εξπρεσιονισμό της μεσοπολεμικής Γερμανίας και αποπνέοντας ταυτόχρονα μία ισχυρή αίσθηση φρίκης (κυρίως στις σκηνές οι οποίες αφορούν το αποκρουστικό βρέφος με την εκφυλισμένη σάρκα), έγινε αρχικά μεγάλη επιτυχία στο κύκλωμα μεταμεσονύκτιων προβολών της Νέας Υόρκης και του Λονδίνουμε δούρειο ίππο την περιθωριακή κοινότητα του κινηματογραφικού τρόμου – παρά την επιφυλακτική στάση της επίσημης κριτικής. Σήμερα θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες ταινίες του μοντέρνου κινηματογράφου, με ειδικά εφέ και εικαστική αισθητική που έχουν μείνει ουσιαστικά αγέραστα.
     Το φιλμ αποδίδει μία φρικώδη όψη της βιομηχανοποιημένης αστικής ύπαρξης, στηριγμένη στην αποσύνθεση και στην αποξένωση. Η ανεπιθύμητη μητρότητα / πατρότητα και οι διογκωμένοι φόβοι περί του τυπικού, ασφυκτικού έγγαμου βίου σε μια κοινωνία επιφανειακών διαπροσωπικών σχέσεων και μηχανοποιημένων ανθρώπων – αυτομάτων (ενδεικτική η σκηνή με την κατατονική γιαγιά χωρίς επαφή με το περιβάλλον, η οποία «χειραγωγείται» να «συνεισφέρει» στην προετοιμασία του γεύματος, όπως απαιτεί το «πρωτόκολλο»), είναι το όχημα αυτής της απόδοσης. Έτσι, τα κλειστοφοβικά σκηνικά, οι αδρές φωτοσκιάσεις και το βαρυφορτωμένο κάδρο συνήθως περικυκλώνουν τον ήρωα με στενά πλαίσια, πνιγηρά περιγράμματα, ασφυκτικές παγίδες. Η εξωτερίκευση ψυχολογικών καταστάσεων μέσω νοσηρών βιολογικών εικόνων παραπέμπει στο σινεμά του Κρόνενμπεργκ. Πρόκειται όμως καθαρά για ταινία του Ντέιβιντ Λιντς: όλα τα θεμελιώδη στοιχεία του κινηματογράφου του κάνουν το ντεμπούτο τους. Μία απόκοσμη οπτική υφή εκτοπίζει την ιστορία σε έναν ιδιόρρυθμο κόσμο, σχεδόν εκτός συμβατικής πραγματικότητας. Η ταινία ουσιαστικά εκτυλίσσεται σε δύο παράλληλους χωροχρόνους, τον «αληθή» και αυτόν του ασυνειδήτου, με τα περάσματα μεταξύ τους να μην είναι εμφανή. Ξαφνικές χαοτικές, επιταχυμένες κινήσεις της κάμερας οι οποίες καταλήγουν σε ακραία κοντινά πλάνα, υποδεικνύουν χωρικές ή χρονικές μεταβάσεις. Παραμορφωμένες ανθρώπινες φιγούρες στον «κόσμο του ασυνειδήτου» συμβολίζουν έννοιες. Οι περισσότεροι χαρακτήρες του «πραγματικού κόσμου» συμπεριφέρονται ασυνήθιστα, άψυχα, αυτοματοποιημένα. Ο πρωταγωνιστής είναι αφελής. Ο ηλεκτρισμός – λαμπτήρες που τρεμοπαίζουν, πρίζες που δυσλειτουργούν με θόρυβο – σηματοδοτεί τη διάχυτη απειλή, διακοπτόμενη μόνο από δόσεις ιδιόρρυθμου μαύρου χιούμορ (χαρακτηριστικό το γεύμα με τους γονείς της Μέρι). Ένας δυσάρεστος μηχανικός βόμβος επανέρχεται σποραδικά, οικοδομώντας μία αόριστη αίσθηση τρόμου. Εφιαλτικά, αισθητικά προσεγμένα εμβόλιμα πλάνα, αποκομμένα από τη συμβατική πλοκή, υποβάλλουν ιδέες ή προοικονομούν σεναριακές εξελίξεις.
     Η ταινία είναι ανοικτή σε ερμηνείες· στην πραγματικότητα καμία ερμηνεία δεν ικανοποιεί απολύτως από μόνη της και αυτά τα πολλαπλά επίπεδα, από κοινού με τις μοναδικής δύναμης και τόλμης σουρεαλιστικές εικόνες του Λιντς, είναι που δίνουν αξία στο Eraserhead. Μία φροϋδική προσέγγιση θα έμοιαζε κατάλληλη, δεδομένης της νοσηρής σεξουαλικότητας και των φοβιών που διαπερνούν τη μινιμαλιστική πλοκή. Υπ’ αυτό το πρίσμα, τα οράματα του ήρωα μπορεί να συμβολίζουν τις θεμελιώδεις δυνάμεις της ύπαρξης: η χορεύτρια στο καλοριφέρ είναι ο Θάνατος και ο άνδρας που μανιωδώς χειρίζεται την εργοστασιακή μηχανή είναι η Λίμπιντο. Η πρώτη σκηνή τότε – γιγάντια σπερματοζωάρια εξέρχονται από το στόμα ενός ακίνητου, επιπλέοντα στο κενό Χάρι και κατευθύνονται σε έναν αστεροειδή – απεικονίζει τη σύλληψη του «τέρατος», ενώ η τελευταία – ο Χάρι αγκαλιάζει με χαρά τη χορεύτρια στο καλοριφέρ, όσο ο αστεροειδής εκρήγνυται και ο άνδρας με τη μηχανή παλεύει ανεπιτυχώς να την ελέγξει – την αυτοκτονία του πρωταγωνιστή. Σκηνή ανθολογίας η αμέσως προηγούμενη, όταν ο Χάρι αφαιρεί τους μόνιμους επιδέσμους από το βρέφος για να αποδειχθεί πως αυτοί ήταν το πραγματικό του δέρμα.
     Ο κινηματογράφος του Λιντς εμβυθίζει τον θεατή στον κόσμο του χωρίς να καταφεύγει στον διάλογο, χωρίς συνηθισμένη πλοκή, και αλληλεπιδρά μαζί του σε ένα πολύ βασικό και θεμελιώδες, σχεδόν ασυνείδητο επίπεδο. Ένα από τα σπουδαιότερα ντεμπούτο του μοντέρνου σινεμά.