Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Κινηματογράφος: «Ο χρησμός της πεταλούδας» (2002)

Ο ΧΡΗΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ

«THE MOTHMAN PROPHECIES»




     Ο Τζον Κλάιν (Ρίτσαρντ Γκιρ), σημαντικός δημοσιογράφος της εφημερίδας Ουάσινγκτον Ποστ στις ΗΠΑ, βλέπει την προσωπική του ευτυχία να καταρρέει όταν η σύζυγός του πεθαίνει από καρκίνο στον εγκέφαλο. Το διάστημα πριν από τον θάνατό της η Μέρι έβλεπε οπτασίες μίας απόκοσμης ανθρωπόμορφης πεταλούδας, τις οποίες ο Τζον αδυνατεί να εξηγήσει και πιστεύει πως δεν είναι απλές παραισθήσεις. Ύστερα από δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια ενός νυχτερινού οδικού επαγγελματικού ταξιδιού, το αυτοκίνητο του Τζον σταματά να λειτουργεί χωρίς εμφανή αιτία μες στον δρόμο και ο πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί πως μυστηριωδώς έχει μεταφερθεί 400 μίλια πέρα από εκεί όπου πίστευε πως είναι, στη μικρή επαρχιακή πόλη Πόιντ Πλέζαντ επί του ποταμού Οχάιο. Έτσι γνωρίζει με ανορθόδοξο τρόπο τον Γκόρντον, έναν φιλήσυχο οικογενειάρχη εργάτη με αλλόκοτες οπτασίες, και την Κόνι (Λώρα Λίνεϊ), μία τοπική αστυνομικό η οποία τον πληροφορεί πως κατά τις τελευταίες εβδομάδες εκατοντάδες παραφυσικά και ανερμήνευτα φαινόμενα έχουν συμβεί στην πόλη, επικεντρωμένα εμφανώς στον «Ψυχάνθρωπο» – τη μυστηριώδη, άυλη φιγούρα από τις παραισθήσεις της Μέρι που φαίνεται να ανακοινώνει χρησμούς για επικείμενες καταστροφές. Πιστεύοντας πως κάτι σημαντικό συμβαίνει στη μικρή πόλη και πως αυτή είναι η ευκαιρία να γνωρίσει την αλήθεια για το τι συνέβη στη νεκρή του σύζυγο, ο Τζον ακυρώνει τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις προκειμένου να μείνει στο Πόιντ Πλέζαντ, βυθιζόμενος όλο και περισσότερο στις εμμονές του…
    Ένα ατμοσφαιρικό και υποβλητικό ψυχολογικό θρίλερ το οποίο, αντλώντας υλικό από αστικούς μύθους, μιλά για τον θάνατο, τη λύτρωση, την εμμονή και την ανάγκη για συνέχιση της ζωής μας κόντρα στις αντιξοότητες, με παραφυσικό περιτύλιγμα και καλές ερμηνείες παρά τη χολιγουντιανή πατίνα από ερμηνευτές - αστέρες. Οι κριτικοί της εποχής ήταν ευχαριστημένοι απλώς με το γεγονός ότι «παρά την παραφυσική του θεματολογία, δεν μοιάζει με επεισόδιο των X-Files ή με απομίμηση της Έκτης αίσθησης», στην πραγματικότητα όμως το εγχείρημα του βετεράνου των βιντεοκλίπ Πέλινγκτον (Ο ύποπτος της Οδού Άρλινγκτον) είναι περισσότερα απ’ αυτό. Αξιοποιώντας όλα τα όπλα της δημιουργικής του γκάμας, ο σκηνοθέτης ερεθίζει τον αμφιβληστροειδή με πολλαπλά μέσα: ακραία κοντινά πλάνα σε πρόσωπα για τον τονισμό συναισθηματικά φορτισμένων στιγμών, λοξές γωνίες λήψης για την απεικόνιση της σύγχυσης των ηρώων, υποκειμενικά πλάνα με την κάμερα πίσω από εμπόδια να παρακολουθεί τους χαρακτήρες σαν αόρατος θεατής ώστε να μεταδώσει την αίσθηση της παράνοιας, σποραδικά κάδρα με φλουταρισμένα σε πρώτο πλάνο δύο αντικριστά φώτα ή σκιές ώστε να σχηματίζεται χονδρικά το περίγραμμα του Ψυχανθρώπου ως παρασκηνιακού και απρόσκλητου μάρτυρα της δράσης, απότομα και ανώμαλα τράβελινγκ εμπρός ή πίσω σε σχέση με τους χαρακτήρες ώστε να σχηματίζεται η εντύπωση της παρακολούθησής τους, σύντομες αλληλουχίες πλάνων πολύ μικρής διάρκειας με ταχύτατο μοντάζ και αλλοιωμένα, κορεσμένα χρώματα για την απεικόνιση μνημών των πρωταγωνιστών, ζουμ σε οθόνες μέχρι που η εικόνα σβήνει μες στον θόρυβο της τηλεοπτικής συσκευής με σκοπό την εικαστική σκιαγράφηση μιας αίσθησης αποπροσανατολισμού, σοφή και μετρημένη χρήση της αργής κίνησης, προσεγμένα συνειρμικά ρακόρ για την αναδρομική «εμφύτευση» παραφυσικών συμβάντων στον παρόντα φιλμικό χρόνο – με την αδιάλειπτη ηχητική μπάντα να διατηρεί τη συνέχεια –, εναέριες πτήσεις της κάμερας πάνω από την πόλη σε αλλόκοτη, επιταχυμένη κίνηση κοκ.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Κινηματογράφος: «Επισκέπτης απ' την Κόλαση» (2001)

ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΑΠ' ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

«FROM HELL»




     Στο βικτωριανό Λονδίνο του 1888, ένας κατά συρροή δολοφόνος αρχίζει να δολοφονεί αποτρόπαια πόρνες της υποβαθμισμένης συνοικίας Γουάιτσαπελ, αφαιρώντας με χειρουργικό τρόπο σωματικά τους όργανα. Ο Επιθεωρητής Άμπερλαϊν της Μητροπολιτικής Αστυνομίας αναλαμβάνει να ξεδιαλύνει την υπόθεση, παρακινημένος από προφητικά οράματα που βλέπει υπό την επήρεια οπίου, αψεντιού ή άλλων ψυχοτρόπων ουσιών. Όταν όμως αντιλαμβάνεται πως τα θύματα γνωρίζονταν μεταξύ τους και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις ενώ ταυτόχρονα πιθανολογεί πως ο «Τζακ ο Αντεροβγάλτης», όπως αποκαλεί τον φονιά ο Τύπος, είναι ιατρός με προχωρημένες γνώσεις ανθρώπινης ανατομίας, έρχεται σε σύγκρουση με μια συνωμοσία σιωπής της άρχουσας κοινωνικής τάξης εκτεινόμενη από τις Μυστικές Υπηρεσίες και τις τεκτονικές αδελφότητες του Λονδίνου, μέχρι την ίδια τη βασιλική Αυλή…
    Με αφετηρία μία γνωστή και ευφάνταστη – φυσικά αποδεδειγμένα εσφαλμένη – θεωρία συνωμοσίας σχετικά με την πραγματική ταυτότητα του διασημότερου ασύλληπτου κατά συρροή δολοφόνου, ο πετυχημένος κομίστας Άλαν Μουρ (Watchmen, V For Vendetta) έγραψε τη δεκαετία του 1990 ένα ατμοσφαιρικό κόμικ, επηρεασμένο από τις εκκεντρικές αντιλήψεις του για τον χρόνο, την Ιστορία και τη μεταφυσική. Το 2001 διανεμήθηκε στις σκοτεινές αίθουσες η χολιγουντιανή, κινηματογραφική εκδοχή αυτής ακριβώς της μυθοπλασίας, με εξαιρετικούς ηθοποιούς - αστέρες στους κύριους ρόλους (Τζόνι Ντεπ, Ίαν Χολμ). Οι σκηνοθέτες Αδελφοί Χιουζ, γνωστοί από παλιότερα φιλμ για τα μητροπολιτικά γκέτο των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ, μεταφέρουν με μαεστρία στη μεγάλη οθόνη το αυθεντικό κλίμα του συννεφιασμένου και βρώμικου βικτωριανού Λονδίνου της πρώιμης αστικής εκβιομηχάνισης, των τεράστιων ταξικών διαιρέσεων, του άκρατου κοινωνικού συντηρητισμού, του αισιόδοξου επιστημονικού θετικισμού, της διαφθοράς μιας υποκριτικής και ανεξέλεγκτης εξουσίας, των αναδυόμενων σοσιαλιστικών αλλά και αντισημιτικών κινημάτων, της εποχής του αψεντιού, των μποέμ και των αποκρυφιστών στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας – το κλίμα της αυγής του μοντέρνου κόσμου.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Κινηματογράφος: «Ο Κύβος» (1997)

Ο ΚΥΒΟΣ

«CUBE»




     Ο χρόνος άγνωστος και ο τόπος αόριστος, αν και μοιάζει με το παρόν κάπου στη Β. Αμερική. Οι ετερόκλητοι ήρωες άγνωστοι, μεταξύ τους αλλά και σε εμάς τους θεατές. Η ημερομηνία και η ώρα στοιχεία άγνωστα, αφού μέσα στον Κύβο επικρατεί πάντα τεχνητός φωτισμός και ο έξω κόσμος δεν είναι ορατός από πουθενά... Επτά ξένοι ξυπνούν εγκλωβισμένοι και χωρίς καθόλου προμήθειες μέσα σε μία αινιγματική οικοδομική μεγακατασκευή υψηλής τεχνολογίας, αποτελούμενη από εκατοντάδες πανομοιότυπων διαστάσεων κυβικά, μεταλλικά δωμάτια διατεταγμένα σε ένα συνολικό κυβικό πλέγμα και αλληλοσυνδεόμενα μεταξύ τους με καταπακτές. Ορισμένα δωμάτια περιέχουν θανάσιμες παγίδες ενεργοποιούμενες από ανιχνευτές κίνησης στους τοίχους, ενώ όλα τους χαρακτηρίζονται από έναν μοναδικό σειριακό αριθμό και από το χρώμα βαφής στα τοιχώματα, μεταξύ πέντε διαθέσιμων. Σύντομα ο ένας πέφτει θύμα του Κύβου και σωριάζεται νεκρός, μα οι εναπομείναντες έξι συγκλίνουν ύστερα από κάποια περιπλάνηση στο ίδιο δωμάτιο, χωρίς καμία μνήμη του πώς ή γιατί βρέθηκαν εκεί. Μία έφηβη και σέξι μαθήτρια Λυκείου με μεγάλο μαθηματικό ταλέντο, ένας συντηρητικός και διαζευγμένος Αφροαμερικανός αστυνομικός με αυταρχικές τάσεις και ηγετικές διαθέσεις, ένας μηδενιστής και κυνικός υπάλληλος εργολαβικής εταιρείας, μία μεσήλικας γιατρός με έφεση στην αντικυβερνητική συνωμοσιολογία και εμμονές απέναντι στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, ένας έμπειρος δραπέτης φυλακών με εγκληματικό υπόβαθρο και ένας αυτιστικός νεαρός, σχεδόν σαν να ξεπήδησε από μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ. Πολύ γρήγορα αρχίζουν να αναζητούν την έξοδο από τον επικίνδυνο Κύβο προσπαθώντας να συνδυάσουν τα επιμέρους ταλέντα τους, ενώ η πείνα, οι παρανοϊκές υποθέσεις για το τι συμβαίνει και οι διαφωνίες μεταξύ τους απειλούν τη συνοχή της εύθραυστης ομάδας...
    Αυτό το μικρό διαμαντάκι του ανεξάρτητου σινεμά γυρίστηκε στον Καναδά το 1997, σε 21 μέρες και με προϋπολογισμό μόνο 300000 δολαρίων, υπό την αιγίδα του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Βιτσέντζο Νατάλι (Τίποτα, Κωδικός Σάιφερ, Σπλάις, Νευρομάντης). Ένα αυθεντικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας με στοιχεία σπλάτερ, δεν προσπαθεί να υποδυθεί τη «μεγάλη ταινία» και συγκαλύπτει τα ισχνά μέσα παραγωγής του λειτουργώντας ως ο ορισμός του αφηγηματικού μινιμαλισμού: ουδέποτε γνωρίζουμε το παραμικρό για τον Κύβο πέρα από τις υποθέσεις των πρωταγωνιστών, δεν μαθαίνουμε τίποτα ουσιώδες για το υπόβαθρο των τελευταίων, ποτέ δεν εμφανίζεται ο εξωτερικός «πραγματικός κόσμος». Κλειστοφοβική, υποβλητική και καφκική ατμόσφαιρα χωρικού περιορισμού και δυσεξήγητου μυστηρίου, σουρεαλιστικό περιβάλλον, ευφυείς και ευφάνταστες παγίδες, μακάβριοι και αιματηροί θάνατοι, υψηλά επίπεδα αγωνίας (ξεχωρίζει η σεκάνς με τη σιωπηλή διάβαση του δωματίου που περιέχει την ηχητικά ενεργοποιούμενη ενέδρα), σφιχτός ρυθμός αυξομειούμενος με μαεστρία και χαρακτήρες επτασφράγιστοι, αρνούμενοι να εκθέσουν τον ψυχολογικό τους κόσμο σε αγνώστους – ή στους θεατές – αλλά και ανίκανοι να συγκρατήσουν τις ρωγμές οι οποίες εμφανίζονται σ' αυτό το ψυχρό προσωπείο, όσο έρχονται αντιμέτωποι με πρωτόγνωρους κινδύνους. Η σχηματιζόμενη ομάδα προχωρά τυφλά μες στον παράδοξο λαβύρινθο, με υποθέσεις και πειραματισμούς, ανιχνεύοντας ενδείξεις για την έξοδο με βάση τα μαθηματικά ως εκπρόσωπο του ορθού λόγου: οι σειριακοί αριθμοί όχι μόνο φαίνεται να είναι το κλειδί της επιβίωσης, με όσα δωμάτια χαρακτηρίζονται από πρώτους αριθμούς να είναι παγιδευμένα, αλλά και αποτελούν τελικά τον μίτο της Αριάδνης, αφού συνιστούν τριδιάστατες καρτεσιανές συντεταγμένες μες στον Κύβο. Καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της διαδρομής προς το ουτοπικό όραμα της εξόδου, οι τρομοκρατημένοι πρωταγωνιστές εξ ανάγκης επιλύουν γρίφους, αναπτύσσουν αντικρουόμενες θεωρίες για το άπιαστο νόημα της μεγακατασκευής, στοχάζονται για το μυστήριο του εγκλωβισμού τους σ' αυτήν, υποπίπτουν εύκολα στην παράνοια και στην καχυποψία, λυγίζουν υπό συνθήκες ψυχολογικής πίεσης, ενώ αναπτύσσουν μεταξύ τους σχέσεις εξουσίας αντί για δεσμούς αλληλεγγύης. Οι έξι έδρες του κάθε κυβικού δωματίου, της κάθε φυλακής, αναλογούν σε έξι διαφορετικές προοπτικές αντίληψης του κόσμου, σε έξι ξεχωριστές προσωπικότητας ανίκανες να συνεργαστούν προς έναν κοινό στόχο. Το αναμενόμενο φινάλε δεν κρύβει τη σωτηρία αλλά την πιο φρικτή αιματοχυσία, για όλους εκτός από τον πιο αθώο ανάμεσά τους...

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Κινηματογράφος: «Ντόνι Ντάρκο» (2001)

ΝΤΟΝΙ ΝΤΑΡΚΟ

«DONNIE DARKO»




     Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρίτσαρντ Κέλι είναι μία ιδιόρρυθμη ταινία της ανεξάρτητης κινηματογραφικής σκηνής των ΗΠΑ, η οποία πλέον αποτελεί αντικείμενο λατρείας: απορρίφθηκε από την πλειονότητα του κοινού στον απόηχο της Ενδεκάτης Σεπτεμβρίου, αποτέλεσε εμπορική αποτυχία στις αίθουσες και αγαπήθηκε από μία μικρή ομάδα σινεφίλ – ως γνήσιο τέκνο της καινοτόμου δημιουργικότητας και της πρωτότυπης καλλιτεχνικής έκφρασης – για να καταστεί τελικά, τελείως απρόσμενα, μεγάλη επιτυχία στην οικιακή αγορά των DVD. Δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί αυστηρά καθώς πατά σε πληθώρα ειδών ταυτόχρονα – θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, εφηβικό ρομάντζο ενηλικίωσης και μεταφυσικό δράμα.
    Ο ήρωας του τίτλου – μία συγκρατημένη, όχι όμως και υποδειγματική ερμηνεία από τον νεαρό τότε Τζέικ Γκάιλενχαλ – είναι ένας βασανισμένος έφηβος με ιστορικό σχιζοφρένειας και υπνοβασίας, σε ένα ήσυχο προάστιο των ΗΠΑ του 1988. Βλέπει τακτικά μία ψυχίατρο και υφίσταται θεραπεία με ψυχοφάρμακα. Η ζωή του ακροβατεί ανάμεσα σε φυσιολογικές καταστάσεις (η τυπική μικροαστική πενταμελής οικογένειά του, η φοίτησή του στο Λύκειο της επαρχιακής του πόλης, η αφύπνιση του ερωτικού ενστίκτου) και τρομακτικά οράματα με φανταστικά πρόσωπα που ο ίδιος πιστεύει ότι είναι προϊόν του διαταραγμένου μυαλού του. Όταν όμως ένα τέτοιο πρόσωπο, ο τεράστιος ομιλούν λαγός Φρανκ, τον ειδοποιεί να φύγει από το δωμάτιό του αμέσως πριν συντριβεί μυστηριωδώς σε αυτό ένας κινητήρας αεριωθούμενου αεροπλάνου, σώζοντας έτσι τη ζωή του, τα πάντα αλλάζουν. Κατά τη διάρκεια του οράματος ο Φρανκ προλέγει πως ο κόσμος θα καταστραφεί σε 28 ημέρες, ενώ το άλλο πρωί ο Ντόνι αντιλαμβάνεται πως κανένα αεροπλάνο δεν έχασε τον κινητήρα του σύμφωνα με τις Αρχές και ότι κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει την προέλευση της τουρμπίνας που κατέστρεψε το σπίτι του. Τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες ο Ντόνι, ακολουθώντας τις συμβουλές του Φρανκ, θα αναμιχθεί σε καταστάσεις αλλόκοτες και τρομακτικές, θα ξεσκεπάσει το αμαρτωλό παρελθόν ορισμένων κατοίκων της πόλης, θα γνωρίσει μία κοπέλα με την οποία θα εκτονώσει την αναπτυγμένη του σεξουαλικότητα και θα αντιμετωπίσει τη μοναξιά του, θα γνωρίσει αλήθειες για τη ζωή, τον θάνατο, το ταξίδι στον χρόνο, την αναζήτηση του Θεού και ότι «κάθε πλάσμα σ’ αυτή τη Γη πεθαίνει μόνο». Το φινάλε, τη νύχτα του Χαλογουίν και λίγο πριν την αναμενόμενη Αποκάλυψη, επαναφέρει την ιστορία εκεί που άρχισε – μόνο που τα γεγονότα αυτή τη φορά θα εκτυλιχθούν διαφορετικά…

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Λογοτεχνία: «Μια δική σου ζωή» (2008)

ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΖΩΗ



«    Είχα συρθεί στα πόδια του θρόνου του και τον δάγκωνα. Με χτύπησε αναίσχυντα πατρικά στην πλάτη και με πήρε στη χούφτα του. Χώρεσα ολόκληρος. Τα δάχτυλά του θεόρατα μ' έσφιγγαν, αποφεύγοντας να με πνίξουν.
    “Δολοπλόκε”, μουρμούρισα και τον έγλειψα. Μ' έφερε μπροστά στα μάτια του και γελώντας μου αλλά κατηφής, “συνεργάτη”, μου είπε, “το ενεχυροδανειστήριο θα υποστεί την έκρηξη με την οποία αθέλητα, το υπονόμευσες. Στις 9 το πρωί ξεσκονίζοντας το ράφι, όπου βάλαμε την αυθεντική σου ζωή, τάραξες το σανιδάκι, που είχαμε απομονώσει ως επικίνδυνη περιοχή. Σε τρία λεπτά θα γίνουμε όλοι κομμάτια.”
    Κάρφωσα τα δάχτυλά μου στα μάτια του. Ήταν δυστυχής και χαρούμενος κι έτσι τον αγαπούσα.
»



     Η καθηγήτρια φιλοσοφίας Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, ενεργή λογοτεχνικά από τη δεκαετία του 1970, παραδίδει μια προσεγμένη συλλογή 25 διηγημάτων της από την τελευταία τριακονταετία, ιδιόρρυθμων στιγμιοτύπων της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Ένα ανθολόγιο από μικρές τραγωδίες ή σύγχρονες παραλογές μοντερνιστικής τεχνοτροπίας, κατασκευασμένες με μια ξεχωριστή, πυκνή γραφή και χαρακτηριζόμενες από το ιδιαίτερο γλωσσικό και εκφραστικό της ύφος: μακρές περίοδοι με ελικοειδή δομή, εμβόλιμες άστικτες ενότητες εσωτερικών μονολόγων, κομψή χρήση και επιλογή των λέξεων, μια αίσθηση εγκεφαλικότητας και εσωτερικότητας στη δομή και στο περιεχόμενο, κατάρριψη των συμβάσεων της ρεαλιστικής αφήγησης προς όφελος της υποκειμενικής απεικόνισης νοητικών τοπίων με σουρεαλιστικά στοιχεία, όπου τα περιεχόμενα της σκέψης διαμορφώνουν την αφηγηματική πραγματικότητα. Σε πολλά σημεία διαβάζουμε ένα λυρικό υβρίδιο αφηγηματικού και δοκιμιακού λόγου, όπου στοιχειώδεις χαρακτήρες και πλοκές εισάγονται μόνο και μόνο για να αφεθούν στη συνέχεια αναίσχυντα μετέωροι, προκειμένου να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη και έκθεση προβληματισμών και συλλογισμών.
     Πότε-πότε, η ίδια η συγγραφέας τοποθετείται στο κείμενο ως χαρακτήρας και γκρεμίζει τον τέταρτο τοίχο απευθυνόμενη άμεσα στον αναγνώστη, όσο η γραφή εκθέτει συνεχώς την ύπαρξή της και την πλαστότητα των δρώμενων στον αναγνώστη μέσα από παραλογισμούς, αφηγηματικές ασυνέχειες, μεταμυθοπλαστικές παρεκβάσεις, χαρακτηρολογικές μεταμορφώσεις και λεκτικές ακροβασίες, όντας σε διατεταγμένη υπηρεσία να υπονομεύσει την ψευδαίσθηση της ρεαλιστικής περιγραφής ενός συνεκτικού αντικειμενικού κόσμου. Ο μοντέρνος Άνθρωπος, βιώνοντας μια κομματιασμένη ύπαρξη σε μόνιμη παλινδρόμηση μεταξύ της ενδογενούς του εντιμότητας, της προσανατολισμένης στην αναζήτηση του θαυμαστού, και μιας έξωθεν επιβεβλημένης νυσταλέας κοινοτοπίας και διαφθοράς – με την «αληθινή του ζωή να έχει μπει ενέχυρο στο ράφι του ενεχυροδανειστή» –, δεν μπορεί να στηρίζεται σε περασμένες διαβεβαιώσεις απόλυτης αντικειμενικότητας ενός υποτιθέμενου ορθολογικού κόσμου. Η εν λόγω τραγωδία εκτίθεται ολοζώντανη μέσα από τις ιστορίες αυτού του τόμου, όπου αληθοφανή, φανταστικά και συμβολικά επεισόδια και χαρακτήρες συμπλέκονται με απρόσμενους τρόπους σε μια διαρκή αλληλοδιαδοχή οικείων, ανοίκειων και παράλογων καταστάσεων ή σκηνικών. Η μεταπολιτευτική νεοελληνική πραγματικότητα μονίμως στο υπόβαθρο, όχι ως ακριβής αναπαράσταση αλλά περισσότερο ως αίσθηση, ως τα υπονοούμενα συμφραζόμενα ενός ξένου ονείρου το οποίο βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας κατά την ανάγνωση.