Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Κινηματογράφος: «Badlands» (1973)

BADLANDS

«BADLANDS»




    Σε μια επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1950, ένας νεαρός περιπλανώμενος άνεργος (Μάρτιν Σιν) συνάπτει ερωτική σχέση με την δεκαπεντάχρονη Χόλυ (Σίσι Σπέισεκ). Όταν ο δεσμός τους γίνεται αντιληπτός από τον λιγομίλητο, συντηρητικό πατέρα της, ο τελευταίος της απαγορεύει να ξαναδεί τον Κιτ. Οι δύο νέοι επιχειρούν να το σκάσουν μαζί και, κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής, ο Κιτ πυροβολεί θανάσιμα τον πατέρα της ερωμένης του. Με την Αστυνομία στο κατόπι τους διασχίζουν τις μεσοδυτικές ΗΠΑ αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο και διαπράττοντας στην πορεία σωρεία φόνων, στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη. Με την απόπειρά τους για μοναχική ζωή εκτός πολιτισμού – στην καρδιά της φύσης – να αποδεικνύεται πλάνη, η τελική σύγκρουση με μια κοινωνία ομοιομορφίας είναι αναπόφευκτη.
    Το 1973, καταμεσής της εποχής του «Νέου Χόλιγουντ» που σάρωνε τον υπερατλαντικό κινηματογράφο αναβαθμίζοντας τον ρόλο του σκηνοθέτη ως καλλιτέχνη, ο νεαρός Τέρενς Μάλικ δημιούργησε με το ντεμπούτο του ένα μικρό κομψοτέχνημα σχεδόν μηδαμινού προϋπολογισμού, εμπνεόμενος από κάποιο αληθινό περιστατικό του 1957 και με μοντέλο το προγενέστερο Μπόνι και Κλάιντ. Το σενάριο είναι λιτό και οι διάλογοι απέριττοι – το φιλμ στηρίζεται κυρίως στους χαρακτήρες, στις εξαιρετικές ερμηνείες και στη σκηνοθεσία του. Εκείνος είναι πολυμήχανος, φιλόδοξος, όμορφος, αλλά απαίδευτος, κενός και αδιάφορος. Σέβεται τις δυνάμεις επιβολής του νόμου και την άρχουσα τάξη, μα πυροβολεί με το παραμικρό και ως μόνη προσβάσιμη οδό προς την «αναγνώριση» αντιλαμβάνεται το έγκλημα. Εγωκεντρικός και μοναχικός, έχει εμμονή με τον χρόνο που κυλά και τη φήμη που νομίζει πως πρέπει να αποκτήσει. Εκείνη είναι απλοϊκή, εξίσου κενή και βαριεστημένη, ζητώντας να καλύψει με οποιονδήποτε τρόπο τη μοναξιά και την ανία της. Προσκολλάται στον Κιτ και τον υπακούει, μα στην πραγματικότητα είναι αποστασιοποιημένη από τις περιπέτειες και τις αποφάσεις του. Αυτό που κατά βάθος αποζητά είναι να γνωρίσει τον κόσμο. Καθόλου τυχαία, όλη η ταινία είναι μία αναδρομική αφήγηση μέσω σπικάζ της Χόλι που παρεμβαίνει σποραδικά για να σχολιάσει τα δρώμενα εκτός πλάνου – από την αρχή γνωρίζουμε πως παρακολουθούμε μία προδιαγεγραμμένη τραγωδία με έναν μόνο επιζώντα.

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Κινηματογράφος: «Ερωτική επιθυμία» (2000)

ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

«IN THE MOOD FOR LOVE»




    Πρώτο έργο της ωριμότητας ενός σύγχρονου κινηματογραφικού δημιουργού της Κίνας, διεθνώς αναγνωρισμένο και πολυβραβευμένο (υποψήφιο για τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών του 2000), η Ερωτική επιθυμία – μέσα σε περίπου μία ώρα και τριανταπέντε λεπτά – κατορθώνει να μαγέψει, να ταξιδέψει, να συγκινήσει και να εκπλήξει τον θεατή, με όχημα μία τετριμμένη ιστορία. Ένας άψογα στυλιζαρισμένος καμβάς προσώπων, στιγμών και καταπιεσμένων συναισθημάτων, επικεντρωμένος στο ταραχώδες, πνιγμένο απ’ τη βροχή και την πολυκοσμία Χονγκ Κονγκ της δεκαετίας του 1960 και στο ιδιωτικό δράμα δύο χαμηλών τόνων γειτόνων: ενός δημοσιογράφου και μίας γραμματέα, οι οποίοι συνειδητοποιούν πως οι – πάντα άφαντοι από το κάδρο – σύζυγοί τους διατηρούν κρυφό δεσμό. Οι πρωταγωνιστές αναπτύσσουν μία στενή, αμφίσημη πλατωνική σχέση και αντιμετωπίζουν τον σχολιασμό από τον συντηρητικό και φλύαρο κοινωνικό περίγυρο. Αδυνατούν όμως να παρατήσουν τις μοναχικές τους ζωές, να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα και να υποκύψουν στην έλξη τους, περιοριζόμενοι στην από κοινού αναπαράσταση φανταστικών σεναρίων λεκτικής αντιμετώπισης των συζύγων τους. Κι όταν συναντιούνται κρυφά στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, είναι για να συγγράψουν ένα μυθιστόρημα πολεμικών τεχνών – οι μόνες στιγμές όπου νιώθουν πραγματικά ευτυχισμένοι. Ο χρόνος και η απόσταση είναι που σβήνουν τελικά τον ανεκπλήρωτο πόθο, αφήνοντας μόνο το φορτίο της μνήμης να βαραίνει τον ήρωα, ξέχειλο από τα μυστικά μιας περασμένης εποχής.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Κινηματογράφος: «Ο επαναστάτης του Αλκατράζ» (1967)

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΑΛΚΑΤΡΑΖ

«POINT BLANK»




    Ο «Οργανισμός», ένας επιχειρηματικός όμιλος των ΗΠΑ που διασυνδέεται με τον υπόκοσμο και κινείται στον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος, αξιοποιεί το εγκαταλελειμμένο νησί του Αλκατράζ στα ανοιχτά του Σαν Φρανσίσκο – πρώην φυλακή υψίστης ασφαλείας – ως σημείο ανταλλαγής μεγάλων χρηματικών ποσών από παράνομες δραστηριότητες. Ο Γουόκερ (Λη Μάρβιν) βοηθά τον φίλο του Μαλ Ρηζ, μέλος του Οργανισμού που έχει περιπέσει σε δυσμένεια καθώς χρωστά δεκάδες χιλιάδες δολάρια στους εργοδότες του, να διεισδύσει στο Αλκατράζ, να αναχαιτίσει μία νυχτερινή ανταλλαγή και να κλέψει το διακινούμενο ποσό. Ο Μαλ όμως, διατηρώντας ερωτικό δεσμό με τη σύζυγο του Γουόκερ και έχοντας ανάγκη το σύνολο των κλοπιμαίων προκειμένου να ξεπληρώσει το χρέος του και να αναρριχηθεί εκ νέου στην ιεραρχία, πυροβολεί τον συνεργάτη του ώστε να σφετεριστεί το μερίδιό του και τον αφήνει στο νησί, θεωρώντας τον νεκρό. Ορισμένα χρόνια μετά ο Γουόκερ, έχοντας θαυματουργά κατορθώσει να επιζήσει και να διαφύγει, προσεγγίζεται από έναν μυστηριώδη άνδρα με ύποπτα καλή πληροφόρηση και αποδέχεται μία ξεχωριστή αποστολή: πρέπει να καταστρέψει τον Οργανισμό, να δολοφονήσει τους ηγέτες του, συμπεριλαμβανομένου του Ρηζ, και με την ευκαιρία να διεκδικήσει τα 93000 δολάρια που του εκλάπησαν...
    Αστυνομικό θρίλερ με σημαντικές επιρροές από το φιλμ νουάρ αλλά και από την – επίκαιρη το 1967 – γαλλική νουβέλ βαγκ, κυρίως ως προς τον αντισυμβατικό χειρισμό του φιλμικού χωροχρόνου και ήχου, τις απρόσμενες εκρήξεις βίας και τις απότομες αλλαγές ρυθμού και τόνου στην αφήγηση. Ο Επαναστάτης του Αλκατράζ είναι η πρώτη πραγματικά σημαντική ταινία του Τζον Μπούρμαν και μπορεί να ενταχθεί στο ανανεωτικό Νέο Χόλιγουντ, τη χρονιά που αυτό λάμβανε σάρκα και οστά στην υπερατλαντική κινηματογραφική σκηνή. Το πρώτο ημίωρο της ταινίας αγγίζει την ψυχεδέλεια, μέσα από διάσπαρτα τμήματα κατακερματισμένης και μη γραμμικής αφήγησης, αδιαφανή χρονικά άλματα, ονειρική αίσθηση, απρόσμενες γωνίες λήψης και σκηνοθετικά τρικ (π.χ. ο απειλητικός ρυθμικός ήχος από το ταχύ βάδισμα του Γουόκερ επικαλύπτει συνεχόμενα πολλαπλές διαφορετικές σκηνές εκτυλισσόμενες σε διαφορετικούς χώρους, ώσπου καταλήγει στο βίαιο σπάσιμο της πόρτας του σπιτιού όπου διαμένει η πρώην σύζυγός του). Στη συνέχεια βεβαίως το φιλμ «εξομαλύνεται», με σποραδικές μόνο δόσεις παραισθητικής ποιότητας. Στυλιζαρισμένο, βίαιο και γοητευτικό, τοποθετεί τον ψυχρό και σκληροτράχηλο ήρωα σε μια παράλογη αποστολή (όπως του λένε προσπαθεί «να διαλύσει αυτή τη γιγάντια οργάνωση για ένα ασήμαντο ποσό 93000 δολαρίων») κάτω από την οποία κρύβεται απλή και καθαρή εκδίκηση. Ο συναισθηματικά ισοπεδωμένος χαρακτήρας του Γουόκερ και η ερμηνεία του Μάρβιν είναι στο επίκεντρο διατηρώντας σταθερό το ενδιαφέρον του θεατή, ακόμα και στα σημεία όπου η πλοκή μοιάζει να χωλαίνει, ενώ χάρη σ’ αυτόν οι πιο σουρεαλιστικές στιγμές (π.χ. ο καυγάς στο πολύχρωμο νυχτερινό κλαμπ με τη συνοδεία των φανκ κραυγών του τραγουδιστή) πετυχαίνουν να διατηρήσουν μια ισορροπία μεταξύ στυλιζαρίσματος και εύπεπτης αφήγησης.

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Κινηματογράφος: «Δαιμονισμένος άγγελος» (1987)

ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

«ANGEL HEART»




    Νέα Υόρκη, 1955. Ο Χάρι Έιντζελ (Μίκι Ρουρκ) είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ για «ελαφρές» υποθέσεις – όχι πολύ πετυχημένος, όχι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνος, μονίμως σε οικονομική στενότητα, ενδιαφερόμενος περισσότερο για καπνό, γυναίκες και ποτό παρά για τη δουλειά του. Όμως μία μεγάλη νομική φίρμα τον προσλαμβάνει για λογαριασμό ενός ιδιόρρυθμου, μυστικοπαθή μεγιστάνα, του Λούι Σάιφερ (Ρόμπερτ ντε Νίρο), προκειμένου να εντοπίσει έναν προπολεμικό τραγουδιστή ο οποίος πριν από πολύ καιρό επιστρατεύτηκε, τραυματίστηκε στο κεφάλι και επέστρεψε σε κώμα από τα ευρωπαϊκά μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – τον Τζόνι Φέιβοριτ. Ο Τζόνι υποτίθεται πως είναι εδώ και μια δωδεκαετία κατάκοιτος σε νοσοκομείο βετεράνων, αλλά ο Σάιφερ έχει λόγους να πιστεύει πως αυτό δεν αληθεύει και ότι κάποιος τον εξαπατά. Ο Χάρι, παρά το άσχημο προαίσθημα για το δυσερμήνευτο ενδιαφέρον του πελάτη του σχετικά με τον άτυχο τραγουδιστή, δέχεται να ερευνήσει εξαιτίας της υψηλής αμοιβής. Μία φαινομενικά απλή υπόθεση εξαφάνισης θα τον οδηγήσει από τους μουντούς δρόμους της Νέας Υόρκης στους βάλτους της Λουιζιάνα και θα τον εμπλέξει με αποκρυφιστικούς κύκλους σατανιστών και πιστών του βουντού. Ταυτοχρόνως, τα πτώματα μαρτύρων και ανθρώπων σχετικών με την εξαφάνιση του Τζόνι συσσωρεύονται μυστηριωδώς γύρω του, με τον ίδιο να καταλήγει κύριος ύποπτος της Αστυνομίας.
    Οι Πάρκερ, Ρουρκ και ντε Νίρο, στην εποχή που βρίσκονταν και οι τρεις στο απόγειο της καριέρας τους, συνεργάστηκαν σ’ αυτή την αφηγηματικά υποδειγματική μείξη στυλιζαρισμένου, μακάβριου και υποβλητικού υπερφυσικού θρίλερ μυστηρίου, ταινίας τρόμου και φιλμ νουάρ. Με πλούσια πλοκή στηριγμένη σε μυθιστόρημα, ο Δαιμονισμένος άγγελος ποντάρει στην ύφανση μίας πυκνής, απειλητικής ατμόσφαιρας και στην αποπλάνηση του θεατή από το καλά δομημένο μυστήριο με τις απανωτές ανατρωπές. Παρά τις απλόχερες ενδείξεις περί του τι πράγματι συμβαίνει, ήδη από νωρίς, η πλοκή παρασύρει άκοπα τον θεατή χάρη στη μαεστρία του σκηνοθέτη και το γοητευτικό κλίμα. Τελικός στόχος όμως είναι εμφανώς η πρόκληση του σοκ: σατανισμός, νοσηρός ερωτισμός, εξωτικός αισθησιασμός, αιμομειξία, σπλάτερ και γκραν γκινιόλ, εκτροχιάζουν γρήγορα ένα αρχετυπικό αστικό παραμύθι σκλητροτράχηλου νουάρ με αναξιόπιστο αφηγητή.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Κινηματογράφος: «Γκόθικ» (1986)

ΓΚΟΘΙΚ

«GOTHIC»




    Το καλοκαίρι του 1816 ο αυτοεξόριστος, ιδιόρρυθμος Βρετανός ποιητής του ρομαντισμού Λόρδος Βύρων – διαβόητος για τον έκλυτο βίο και τις αμφιφυλοφιλικές του τάσεις – φιλοξενεί στο μέγαρό του επί της Λίμνης της Γενεύης στην Ελβετία το νεαρό ζεύγος Πέρσυ και Μαίρη Σέλλεϋ, καθώς και τη χυμώδη ετεροθαλή αδελφή της Μαίρη ονόματι Κλαιρ η οποία παλαιότερα είχε δεσμό μαζί του. Στον κύκλο αυτό των επίδοξων λογοτεχνών (ο Πέρσυ ήταν ήδη αναγνωρισμένος ρομαντικός ποιητής) συμμετείχε και ο προσωπικός ιατρός του Λόρδου, ο Τζον Πολιδόρι. Κατά τη διάρκεια μιας θυελλώδους καλοκαιρινής νύχτας, οι πέντε αριστοκράτες θα διασκεδάσουν καταναλώνοντας αλκοόλ και όπιο, επιδιδόμενοι σε όργια και επινοώντας ο καθένας από μία ιστορία τρόμου. Όμως ο αθώος λογοτεχνικός διαγωνισμός θα καταλήξει σε εφιάλτη, αφού η παιγνιώδης πνευματιστική τους απόπειρα να καλέσουν τους νεκρούς με αλχημικές μεθόδους όχι μόνο θα εγείρει ένα υπερφυσικό πλάσμα «φτιαγμένο από τους χειρότερους φόβους τους» το οποίο θα στοιχειώσει το μέγαρο, αλλά θα φέρει στην επιφάνεια και τα πάθη πίσω από τις μεταξύ τους σχέσεις...
    Ευφάνταστη ταινία φρίκης η οποία επιχειρεί να δραματοποιήσει ένα πραγματικό περιστατικό, έναν ιδιωτικό λογοτεχνικό διαγωνισμό που παρήγαγε τον Φρανκενστάιν της Μαίρη Σέλλεϋ (1818) – το πασίγνωστο μυθιστόρημα που αναδύθηκε από τη γοτθική και ρομαντική παράδοση του τρόμου, για να αποτελέσει το πρώτο δείγμα λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας – καθώς και τον Βρικόλακα του Πολιδόρι (1819), το πρώτο διήγημα τρόμου με βαμπιρική θεματολογία. Το σενάριο συμπιέζει γεγονότα μηνών σε ένα 24ωρο και τα εμβολιάζει με γερές δόσεις φανταστικού, μετασχηματίζοντάς τα σε ασυγκράτητη σουρεαλιστική φαντασίωση: στο δεύτερο ήμισυ της διάρκειας του φιλμ, οι πέντε συγγραφείς έχουν εν αγνοία τους κλητεύσει έναν δαίμονα που προκαλεί παραφροσύνη και καταδιώκονται από αυτόν. Συνεχείς αναφορές στην πλοκή και στους χαρακτήρες του Φρανκενστάιν υπαινίσσονται ότι τα εν λόγω γεγονότα υπήρξαν η πηγή έμπνευσης του μυθιστορήματος, που ως γνωστόν αφορά την ύβρη και την τιμωρία ενός επιστήμονα ο οποίος ζωοδότησε ένα κτηνώδες ανθρωπόμορφο πλάσμα συναρμολογημένο από τα μέλη πτωμάτων. Ακόμα τακτικότερες είναι οι λεπτές αναφορές του σεναρίου – μέσω διαλόγων, ονείρων ή εμμονών – σε αληθινές λεπτομέρειες του βίου και των κοινωνικών σχέσεων των πέντε αυτών υπαρκτών προσώπων: από την εικονιζόμενη απέχθεια του Βύρωνα για τις βδέλλες, μέχρι τα οράματα της Μαίρη για το νεκρό βρέφος της, την εγκυμοσύνη της Κλαιρ από τον Βύρωνα και τον σκανδαλώδη παλαιότερο έρωτα του τελευταίου για την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα. Οι αμφιφυλοφιλικές τάσεις των τριών ανδρών πρωταγωνιστών, συνοδευόμενες από θρησκευτικής ρίζας ενοχές στην περίπτωση του Πολιδόρι και από μισογυνισμό στην περίπτωση του κινηματογραφικού Βύρωνα, αποτελούν ακόμα ένα επικρατές συστατικό του σεναρίου. Τέλος, το εγχείρημα μοιάζει πλήρως εναρμονισμένο αισθητικά με τα νεκροφιλικά και μακάβρια μοτίβα του σκοτεινού ρομαντισμού της εποχής.

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Λογοτεχνία: «Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη» (2003)

ΓΙΑΤΙ ΣΚΟΤΩΣΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ



«    Οι σοσιαλιστές κυβερνούν ακόμα τη χώρα, μας έφτιαξαν μετρό και μερικές κεντρικές αρτηρίες για να το βουλώσουμε. Δεν το βάλαμε κάτω: σχεδιάσαμε αφίσες για την κατάληψη της Αττικής Οδού. Βάψαμε τις προσόψεις μερικών τραπεζών με φλούο χρώματα. Μερικοί νομίζουν ακόμα ότι αστειευόμαστε. Ότι μια επανάσταση που βασίζεται σε χρώματα, μουσική και απαιτήσεις για καλύτερη ζωή είναι παιδαριώδης. Παράξενα χρόνια για αντίδραση στην Ελλάδα: το κεφάλαιο ήταν πολύ φρέσκο, τα εύκολα λεφτά ξελόγιαζαν ανθρώπους. Έτσι αρχίσαμε να συμμετέχουμε σε πορείες διαμαρτυρίας χορτασμένων χωρών που ήξεραν καλύτερα τι σημαίνει να πνίγεσαι στα λεφτά. Το ’98, στη συνάντηση κορυφής της Γενεύης, ο Καγιό με μερικούς άλλους αναποδογύρισε τη Μερσεντές του διευθυντή της Γενικής Τράπεζας και περάσαμε δύο βράδια στο κρατητήριο. Το ’99 στριμωχτήκαμε σ’ ένα πούλμαν επί μέρες μόνο και μόνο για να σφίξουμε τα χέρια των Ζαπατίστας, των μελών του ινδικού KRRS, των ακτημόνων του Μπαγκλαντές, που διαμαρτύρονταν για τα χρέη του Τρίτου Κόσμου, τα γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα και την αποικιοποίηση του Νότου. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς πήγαμε στη Νιγηρία για να φωνάξουμε συνθήματα εναντίον των πετρελαϊκών εταιρειών, για να υποδεχτούμε μαζί με χιλιάδες λαό τον Όουεν Ουίουα που είχε εκδιωχθεί από τον δικτάτορα στρατηγό Άμπακα και γύριζε πλέον στην πατρίδα του. Μετά από πολλούς δισταγμούς πήγα στην Ικέτζα, βρήκα το πατρικό μου, το έδειξα στον Καγιό. Χαζέψαμε για λίγο τα λευκά παιδάκια που παίζαν στην αυλή. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
    Πέντε μήνες αργότερα ήταν το Σιάτλ. Ο Καγιό κι εγώ ξερνούσαμε αγκαλιά στα οδοφράγματα. Ποτέ δεν είχαμε εισπνεύσει τόσα δακρυγόνα. Ήταν όμως μια ιδανική στιγμή, χωρίς κεντρικές επιτροπές, αρχηγούς, δόγμα. Από μέσα μου έλεγα “να που γίνεται, Άννα, να που γίνεται.” Αδύνατον να ακολουθήσω τις τελευταίες της συμβουλές. Να ζήσω σαν αμοιβάδα.
»



    Δύο κοπέλες της μεσαίας τάξης μα διαφορετικών καταβολών, ξένες και οι δύο στη μεταπολιτευτική Αθήνα του 1976, γνωρίζονται τυχαία στο σχολείο τους και συνάπτουν μία επώδυνη φιλία δεκαετιών. Η όμορφη, εξωστρεφής, εγωκεντρική, κτητική και απαιτητική Άννα, μια γεννημένη «αρχηγός» που έχει ανάγκη χειροκροτητές, είναι κόρη αριστερών διανοούμενων που επέστρεψαν στην Ελλάδα από το Παρίσι μετά την πτώση της Χούντας. Η πιο συγκρατημένη και χαμηλών τόνων αφηγήτρια Μαρία, μια γεννημένη «οπαδός» που χρειάζεται οράματα και πρότυπα προς μίμηση, είναι κόρη στελέχους πετρελαϊκής εταιρείας που η οικογένειά της μόλις επέστρεψε από τη Νιγηρία. Στον παροντικό χρόνο της αφήγησης, το 2002, οι δύο κάποτε αχώριστες φίλες ξαναβρίσκονται τυχαία ύστερα από επτά χρόνια χωρίς επαφή, μετά από ένα τραυματικό γεγονός που διέκοψε τη σχέση τους. Η Μαρία τώρα είναι ζωγράφος, πολιτική ακτιβίστρια και συγκατοικεί με έναν Γάλλο ομοφυλόφιλο στα Εξάρχεια, ενώ οι γονείς της την πιέζουν να κάνει οικογένεια. Η Άννα έχει εγκαταλείψει την πολιτική, έχει παντρευτεί έναν πάμπλουτο αρχιτέκτονα και, καλά προσαρμοσμένη πλέον στη μεγαλοαστική ζωή, μόλις επέστρεψε στην Αθήνα από τη Γαλλία. Η συνάντησή τους θα ξετυλίξει το παρελθόν και θα απελευθερώσει απωθημένα συναισθήματα, με φόντο κοινωνικές αναταράξεις στην ασθμαίνουσα «ισχυρή Ελλάδα» του «Εκσυγχρονισμού».
    Δια χειρός Αμάντας Μιχαλοπούλου, φιλολόγου της γαλλικής με το λογοτεχνικό της ντεμπούτο στη δεκαετία του 1990, έχουμε ένα σύγχρονο, «γυναικείο» μυθιστόρημα του 2003, όχι «φιλόδοξο», όχι «πειραματικό», μα απολύτως ενδιαφέρον. Σε πρώτο πλάνο, η πανίσχυρη μα αντιφατική σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοσπαραγμού, αγάπης και φθόνου, στοργής και ανταγωνισμού, μεταξύ δύο «καλύτερων φιλενάδων», από τα παιδικά τους χρόνια ως τον ενήλικο βίο. Στη φιλία αυτή, τέχνη, πολιτική και συναισθήματα συναρθρώνονται σε ένα εύφλεκτο μείγμα. Το υπόβαθρο είναι μία νεοελληνική εικοσιπενταετία Μεταπολίτευσης, από την πρώτη, καραμανλική εποχή της παλινορθωμένης «δημοκρατίας», όταν ένα ακόμα ζωντανό εργατικό κίνημα χαροπάλευε στα θολά νερά μεταξύ μαρξισμού και σοσιαλδημοκρατίας, ποντάροντας τελικά στο νεαρό ΠΑΣΟΚ ως εγγυητή της κοινωνικής ομαλότητας, μέχρι την περίοδο του σημιτικού Εκσυγχρονισμού και του ολοκαίνουργιου μετρό των Αθηνών, όταν το ανέκδοτο είχε πλέον πάψει από καιρό να είναι αστείο και η τηλεοπτική εικόνα της «εξευρωπαϊσμένης», ολυμπιακής μητρόπολης άτσαλα έκρυβε χιλιάδες τραγωδίες. Η συγγραφέας, ασχέτως των προσωπικών της θέσεων, εκμεταλλεύεται ένα εύρος ριζοσπαστικών αναφορών κυμαινόμενων από τις μαχητικές εγχώριες διαδηλώσεις του ‘70 ως το Σιάτλ του ’99, από τον Μάνο Λοΐζο μέχρι τον Μάρεϋ Μπούκτσιν, από τον Ζαν Πωλ Σαρτρ ως τον Κορνήλιο Καστοριάδη και από τους καταστασιακούς του Γαλλικού Μάη ως τον σύγχρονο μεταριστερό και εξεγερτικό αναρχισμό. Έτσι, αξιοποιεί τους χαρακτήρες και τις διασταυρούμενες προσωπικές διαδρομές τους ως όχημα τόσο για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με το παλιό που ξεψυχά, όσο και για να εισαγάγει τον αναγνώστη στο καινούργιο που αχνά προβάλλει. Όμως οι εποχές έχουν αλλάξει, οι παλιοί ρόλοι έχουν ανατραπεί και το φινάλε, με φόντο μια μυθοπλαστική εξέγερση τοπικής κοινωνίας, θα δώσει οριστικά στην ώριμη ενηλικίωση το σκούρο χρώμα του αίματος.