Ο ΧΡΗΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
«THE MOTHMAN PROPHECIES»
Ο Τζον Κλάιν (Ρίτσαρντ Γκιρ), σημαντικός δημοσιογράφος της εφημερίδας Ουάσινγκτον Ποστ στις ΗΠΑ, βλέπει την προσωπική του ευτυχία να καταρρέει όταν η σύζυγός του πεθαίνει από καρκίνο στον εγκέφαλο. Το διάστημα πριν από τον θάνατό της η Μέρι έβλεπε οπτασίες μίας απόκοσμης ανθρωπόμορφης πεταλούδας, τις οποίες ο Τζον αδυνατεί να εξηγήσει και πιστεύει πως δεν είναι απλές παραισθήσεις. Ύστερα από δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια ενός νυχτερινού οδικού επαγγελματικού ταξιδιού, το αυτοκίνητο του Τζον σταματά να λειτουργεί χωρίς εμφανή αιτία μες στον δρόμο και ο πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί πως μυστηριωδώς έχει μεταφερθεί 400 μίλια πέρα από εκεί όπου πίστευε πως είναι, στη μικρή επαρχιακή πόλη Πόιντ Πλέζαντ επί του ποταμού Οχάιο. Έτσι γνωρίζει με ανορθόδοξο τρόπο τον Γκόρντον, έναν φιλήσυχο οικογενειάρχη εργάτη με αλλόκοτες οπτασίες, και την Κόνι (Λώρα Λίνεϊ), μία τοπική αστυνομικό η οποία τον πληροφορεί πως κατά τις τελευταίες εβδομάδες εκατοντάδες παραφυσικά και ανερμήνευτα φαινόμενα έχουν συμβεί στην πόλη, επικεντρωμένα εμφανώς στον «Ψυχάνθρωπο» – τη μυστηριώδη, άυλη φιγούρα από τις παραισθήσεις της Μέρι που φαίνεται να ανακοινώνει χρησμούς για επικείμενες καταστροφές. Πιστεύοντας πως κάτι σημαντικό συμβαίνει στη μικρή πόλη και πως αυτή είναι η ευκαιρία να γνωρίσει την αλήθεια για το τι συνέβη στη νεκρή του σύζυγο, ο Τζον ακυρώνει τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις προκειμένου να μείνει στο Πόιντ Πλέζαντ, βυθιζόμενος όλο και περισσότερο στις εμμονές του…
Ένα ατμοσφαιρικό και υποβλητικό ψυχολογικό θρίλερ το οποίο, αντλώντας υλικό από αστικούς μύθους, μιλά για τον θάνατο, τη λύτρωση, την εμμονή και την ανάγκη για συνέχιση της ζωής μας κόντρα στις αντιξοότητες, με παραφυσικό περιτύλιγμα και καλές ερμηνείες παρά τη χολιγουντιανή πατίνα από ερμηνευτές - αστέρες. Οι κριτικοί της εποχής ήταν ευχαριστημένοι απλώς με το γεγονός ότι «παρά την παραφυσική του θεματολογία, δεν μοιάζει με επεισόδιο των X-Files ή με απομίμηση της Έκτης αίσθησης», στην πραγματικότητα όμως το εγχείρημα του βετεράνου των βιντεοκλίπ Πέλινγκτον (Ο ύποπτος της Οδού Άρλινγκτον) είναι περισσότερα απ’ αυτό. Αξιοποιώντας όλα τα όπλα της δημιουργικής του γκάμας, ο σκηνοθέτης ερεθίζει τον αμφιβληστροειδή με πολλαπλά μέσα: ακραία κοντινά πλάνα σε πρόσωπα για τον τονισμό συναισθηματικά φορτισμένων στιγμών, λοξές γωνίες λήψης για την απεικόνιση της σύγχυσης των ηρώων, υποκειμενικά πλάνα με την κάμερα πίσω από εμπόδια να παρακολουθεί τους χαρακτήρες σαν αόρατος θεατής ώστε να μεταδώσει την αίσθηση της παράνοιας, σποραδικά κάδρα με φλουταρισμένα σε πρώτο πλάνο δύο αντικριστά φώτα ή σκιές ώστε να σχηματίζεται χονδρικά το περίγραμμα του Ψυχανθρώπου ως παρασκηνιακού και απρόσκλητου μάρτυρα της δράσης, απότομα και ανώμαλα τράβελινγκ εμπρός ή πίσω σε σχέση με τους χαρακτήρες ώστε να σχηματίζεται η εντύπωση της παρακολούθησής τους, σύντομες αλληλουχίες πλάνων πολύ μικρής διάρκειας με ταχύτατο μοντάζ και αλλοιωμένα, κορεσμένα χρώματα για την απεικόνιση μνημών των πρωταγωνιστών, ζουμ σε οθόνες μέχρι που η εικόνα σβήνει μες στον θόρυβο της τηλεοπτικής συσκευής με σκοπό την εικαστική σκιαγράφηση μιας αίσθησης αποπροσανατολισμού, σοφή και μετρημένη χρήση της αργής κίνησης, προσεγμένα συνειρμικά ρακόρ για την αναδρομική «εμφύτευση» παραφυσικών συμβάντων στον παρόντα φιλμικό χρόνο – με την αδιάλειπτη ηχητική μπάντα να διατηρεί τη συνέχεια –, εναέριες πτήσεις της κάμερας πάνω από την πόλη σε αλλόκοτη, επιταχυμένη κίνηση κοκ.
Η κινηματογραφική γλώσσα του Πέλινγκτον μας φωνάζει με κάθε τρόπο ότι ο ήρωας ακόμα θρηνεί για τη χαμένη του αγάπη, είναι σε σύγχυση και έχει επιλεγεί από τον αόρατο Ψυχάνθρωπο για κάποιον σκοπό – ακόμα και στο εισαγωγικό τέταρτο το οποίο διαδραματίζεται μια διετία πριν από την κύρια πλοκή. Η σκοτεινή φωτογραφία σε ψυχρά, χειμερινά χρώματα (κατ’ αντιδιαστολή με τις παστέλ αποχρώσεις των εσωτερικών χώρων), η εξαιρετική τριπ-χοπ μουσική υπόκρουση, ο νωχελικός ρυθμός και τα ταιριαστά σε θρίλερ ηχητικά εφέ (ανάσες, ψίθυροι, θροΐσματα, το σφύριγμα του ανέμου, δυσοίωνοι βόμβοι) απογειώνουν την ατμόσφαιρα. Ο Πέλινγκτον μοιάζει να οφείλει ένα χρέος στον Ντέιβιντ Λιντς, στον τρόπο με τον οποίον αξιοποιεί τη σιωπή και τον βόμβο, στο πώς οι σκιές φαίνεται να καταπίνουν τα ημιφωτισμένα δωμάτια με τη βελούδινη υφή στους τοίχους, μετατρέποντάς τα σε ασφυκτικά και απόκοσμα κελιά, στο πώς κινηματογραφεί τη μικρή, επαρχιακή πόλη του Πόιντ Πλέζαντ στα πρότυπα του Τουίν Πικς (τακτικά εμβόλιμα πλάνα με το εργοστάσιο της περιοχής, έμφαση στους νυχτερινούς έρημους δρόμους και στα φανάρια της κυκλοφορίας κλπ.). Αξιοποιώντας όμως και το βιογραφικό του στα βιντεοκλίπ, δεν διστάζει να εμβολιάσει περιστασιακά το φιλμ με ταχύτατα εναλλασσόμενα υπαινικτικά και στυλιζαρισμένα πλάνα, ακριβώς στις κατάλληλες δόσεις ώστε να προσδώσει στην κάμερά του την αίσθηση του αεικίνητου χωρίς να προδώσει τον εγκεφαλικό χαρακτήρα και τον μελετημένα αργόσυρτο ρυθμό του εγχειρήματος. Μ’ αυτό τον τρόπο, και με κατάλληλη χρήση της μουσικής, πετυχαίνει επίσης να επικαλύψει ακόμα και τις «καθημερινές», φυσιολογικές σκηνές με μια αύρα παράδοξου και αόριστα απειλητικού.
Η πλοκή επικεντρώνεται στο μυστήριο και εκδιπλώνεται αρτιότατα, όντας διάστικτη από περιστασιακές αφηγηματικές αναδρομές σε παραφυσικά συμβάντα και από διάσπαρτα ευφυή, αλλόκοτα ευρήματα υποδόριου τρόμου. Οι χαρακτήρες αναπτύσσονται ανάγλυφα – ακόμα και οι δευτερεύοντες –, ενώ τα γεγονότα επιδρούν ρεαλιστικά πάνω τους και τους εξελίσσουν ομαλά. Οι συντελεστές δεν ποντάρουν στο αίμα και στις καταδιώξεις, μα στη διαρκή παλινδρόμηση μεταξύ αλήθειας και φαντασίωσης, βυθίζοντας τον θεατή σ’ αυτό το αίνιγμα ταυτόχρονα με τον πρωταγωνιστή. Η εφιαλτική σκηνή της πρώτης συνάντησης του Γκόρντον με τον απόκοσμο και μυστηριώδη παντογνώστη Ίντριντ Κολντ αξίζει μία θέση στις πιο ανατριχιαστικές και ανησυχαστικές του κινηματογράφου, ενώ οι σπάνιες εμφανίσεις του αιθέριου Ψυχανθρώπου είναι μόνο σποραδικές, στιγμιαίες, αμφισβητήσιμες, συντηρώντας έτσι μία γοητευτική αμφισημία στα δρώμενα. Η νυχτερινή σεκάνς της κορύφωσης στο φινάλε – η κατάρρευση της κατάμεστης από αυτοκίνητα γέφυρας του Πόιντ Πλέζαντ με την οποία επιλύεται η πλοκή – είναι άψογα ενορχηστρωμένη, βγαλμένη θαρρείς από την πιο αγωνιώδη και θεαματική ταινία καταστροφής, ενώ το τέλος αποδεικνύεται διφορούμενο ακριβώς όσο πρέπει – ορισμένα πράγματα ο Άνθρωπος «δεν επιτρέπεται» να τα γνωρίσει περισσότερο. Το μόνο παράπονο ίσως εντοπίζεται στη συμβατική αφηγηματική δόμηση, με τον πρωταγωνιστή ως αρχετυπικό ήρωα να «κερδίζει τη δεσποινίδα» στο φινάλε διασώζοντάς την και να φτάνει στην κάθαρση καταπολεμώντας τους δαίμονές του και συμβιβαζόμενος με την απώλεια. Όμως το επίκεντρο του φιλμ δεν είναι εκεί, έστω και αν κατ’ αυτόν τον τρόπο κορυφώνεται η πλοκή, μα στο γεγονός ότι «αυτά τα πράγματα υπήρχαν ανέκαθεν, μία φυσική συνθήκη του πλανήτη – μόνο που δεν αποτελούν τμήμα της δικής μας συναίνεσης όσον αφορά το σε τι συνίσταται η φυσική πραγματικότητα». Η διάνθιση μίας τέτοιας ιστορίας με τριδιάστατους, αληθοφανείς, εξελισσόμενους χαρακτήρες και με ένα βασικό νοηματικό περιεχόμενο, χωρίς βεβαίως να αποφεύγονται ορισμένα συνηθισμένα κλισέ του τρόμου αλλά και χωρίς να καταφεύγουν οι συντελεστές σε φτηνιάρικα τρικ ή ανούσιες σκηνές φυσικής δράσης, συνιστά ένα μικρό επίτευγμα.
Με επιτόπου γυρίσματα στην πόλη της Ουάσινγκτον και στην Πενσυλβανία, ο Χρησμός της πεταλούδας στηρίζεται σε ένα βιβλίο του 1975 το οποίο υποτίθεται πως αφηγείται πραγματικά περιστατικά, αλλοιωμένα εδώ προφανώς για λόγους μυθοπλαστικής διασκευής. Πάντως το Πόιντ Πλέζαντ της Δυτικής Βιρτζίνια είναι υπαρκτό μέρος, με τις αναφορές περί του Ψυχανθρώπου και την κατάρρευση της γέφυρας της πόλης να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια στα τέλη της δεκαετίας του ‘60.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας για την τρέχουσα ανάρτηση :