Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Κινηματογράφος: «Ατίθαση καρδιά» (1990)

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣ

Κινηματογράφος: Eraserhead (1977, «Eraserhead»)
Κινηματογράφος: Ντιουν (1984, «Dune»)

ΑΤΙΘΑΣΗ ΚΑΡΔΙΑ


«WILD AT HEART»




     Ο Σέιλορ (Νίκολας Κέιτζ) είναι νέος, βίαιος κι ατίθασος, θέτει υπεράνω όλων την ατομικότητα και την προσωπική του ελευθερία, ενώ αλλάζει επαγγέλματα σαν τα πουκάμισα. Ερωτεύεται σφοδρά την εικοσάχρονη, αισθησιακή Λούλα (Λώρα Ντερν), ο πατέρας της οποίας έχει πεθάνει σε μια πυρκαγιά έναν χρόνο πριν. Το ζευγάρι δέχεται τις απειλές της υπερπροστατευτικής μητέρας της Λούλα, της Μαριέττα, που όχι μόνο απεχθάνεται τον Σέιλορ, αλλά και πιστεύει ότι αυτός γνωρίζει κάτι πολύ ενοχοποιητικό γι’ αυτήν και για τις σχέσεις της με το οργανωμένο έγκλημα, εξαιτίας της προϋπηρεσίας του ως προσωπικού οδηγού του μαφιόζου Μαρσέλο Σάντος. Ο Σέιλορ θα περάσει μία διετία στη φυλακή όταν σκοτώνει σε αυτοάμυνα έναν μπράβο που προσλαμβάνει η Μαριέττα για να τον απομακρύνει από την κόρη της, αλλά μετά την αποφυλάκισή του η Λούλα εγκαταλείπει το σπίτι της και φεύγει μαζί του για την ηλιόλουστη Καλιφόρνια. Η Μαριέττα δεν το βάζει κάτω ­– αμέσως αναθέτει σε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ και περιστασιακό εραστή της (Χάρι Ντιν Στάντον) να τους εντοπίσει, ζητώντας παράλληλα από τον Σάντος να πληροφορήσει τον υπόκοσμο πως υπάρχει συμβόλαιο θανάτου για τον Σέιλορ…
     Ενώ ήταν απασχολημένος με τον πιλότο της εμβληματικής τηλεοπτικής σειράς Ο ύποπτος κόσμος του Τουίν Πικς, στο απόγειο της καριέρας του και της εμπορικής του απήχησης, ο Ντέιβιντ Λιντς βρήκε χρόνο να σκηνοθετήσει αυτήν εδώ την ιδιόρρυθμη αλλά κομβική για το έργο του ταινία, στηριγμένη σε μυθιστόρημα του προηγούμενου έτους. Ως προς το περιεχόμενο δεν έχει κάτι ξεχωριστό: ένας ύμνος στη λυτρωτική δύναμη της αγάπης, παρά τον σπόρο του Κακού μέσα στον καθένα, κόντρα στις αντιξοότητες μίας βίαιης, νοσηρής κοινωνίας και ενταγμένος στο πλαίσιο του τυπικού λυντσικού ηθικού μανιχαϊσμού. Είναι επίσης και μια περισσότερο πρωτότυπη δήλωση πίστης στον απόλυτο οντολογικό υποκειμενισμό: χαρακτηριστική η σκηνή με τον καυγά στο κλαμπ, όπου η εξωτερική πραγματικότητα την οποία παρατηρούμε ως θεατές υποκλίνεται στις σκέψεις του ήρωα. Ως προς τη φόρμα όμως ο Αμερικανός δημιουργός – διανύοντας ήδη τη μέση περίοδο του έργου του – είναι εδώ σε πλήρη άνθιση, εξελίσσοντας και εμβαθύνοντας περαιτέρω τις μεθόδους του Μπλε βελούδου (1986). Απομακρυνόμενος οριστικά από κάποια σταθερά μοτίβα των πρώιμων μεγάλου μήκους ταινιών του, όπως η έμφαση σε συμβολικές βιομηχανικές εικόνες και ήχους ή στη στηλίτευση της «κοινωνίας των αυτομάτων», παραδίδει μία ξεχωριστή ταινία δρόμου πλημμυρισμένη από μοναδικά ευρήματα και με φόντο ένα 100% αμερικανικό τοπίο, από την Καρολίνα στη Λουιζιάνα και από εκεί στο Τέξας.

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Κινηματογράφος: «Μπλε βελούδο» (1986)

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣ

Κινηματογράφος: Eraserhead (1977, «Eraserhead»)
Κινηματογράφος: Ντιουν (1984, «Dune»)
==> Κινηματογράφος: Μπλε βελούδο (1986, «Blue Velvet») <==

ΜΠΛΕ ΒΕΛΟΥΔΟ

«BLUE VELVET»






     Ένας οραματιστής και αυθεντικός Αμερικανός σκηνοθέτης, μία διετία μετά την πικρή εμπειρία του Ντιουν (1984) – πανάκριβου και εμπορικά αποτυχημένου «κατά παραγγελία» εγχειρήματος, σημαντικά τροποποιημένου από τις παρεμβάσεις των παραγωγών και αφηγηματικά ασυνάρτητου για τους μη μυημένους θεατές – παραδίδει μία από τις πλέον προσωπικές του ταινίες, σε παλαιότερο δικό του σενάριο και διατηρώντας πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο. Το Μπλε βελούδο είναι αυτό που καθιέρωσε πραγματικά τον Ντέιβιντ Λιντς, εμπαίζοντας τις λεπτές ευαισθησίες κοινού και κριτικών, αποτελώντας παράλληλα κομβικό σημείο στην ερμηνευτική καριέρα του Ντένις Χόπερ και της Ιζαμπέλα Ροσελίνι. Ο σκηνοθέτης, ένας μοντέρνος πιονέρος στο σινεμά του αλλόκοτου, ξεκινά με μία φαινομενικά απλή ιστορία και καταφέρνει να καθηλώσει τον θεατή μέχρι το τελευταίο λεπτό. Η ταινία επικρίθηκε στην εποχή της για την ψυχολογική και σωματική βία στην οποία υποβάλλει τους ήρωές της, από μερίδα κριτικών που τη θεώρησαν δυσάρεστα και αναίτια προκλητική. Η αλήθεια απέχει πολύ από τέτοιες απλουστεύσεις.
     Ο Κάιλ Μακλάχλαν, πρωταγωνιστής του Ντιουν και αγαπημένος ηθοποιός του Λιντς εξαιτίας «της αθωότητας που αναδίδει», σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου του σκηνοθέτη, υποδύεται τον Τζέφρι – νεαρό φοιτητή που επιστρέφει στη γενέτειρά του, μία τυπική επαρχιακή κωμόπολη των ΗΠΑ, για να δει τον άρρωστο πατέρα του. Ένα κομμένο ανθρώπινο αυτί που βρίσκει τυχαία στον δρόμο θα αποτελέσει το έναυσμα για την είσοδό του σε έναν άλλον, ερεβώδη κόσμο όπου επικρατούν η βία, ο φόβος και ο νοσηρός ερωτισμός. Η παιδιάστικη περιέργεια θα τον οδηγήσει σε μία προσπάθεια να ξεδιαλύνει το μυστήριο, ενώ περιπλανιέται σε ένα εφιαλτικό, νυχτερινό τοπίο που τον φέρνει για πρώτη φορά σε επαφή με τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και της κοινωνίας. Τα γεγονότα αυτά και η ταυτόχρονη, ιδιότυπη σεξουαλική αφύπνιση του Τζέφρι, μετουσιώνουν το αστυνομικό θρίλερ μυστηρίου σε μία αφήγηση επίπονης ενηλικίωσης – με τη μοναδική όμως κινηματογραφική γραφή του Λιντς, που μεταλλάσσει το καθημερινό σε υποβλητικά τρομακτικό και το συνηθισμένο σε εφιαλτικό όνειρο. Με νεονουάρ στοιχεία και μια ελαφρώς σουρεαλιστική προσέγγιση, ο σκηνοθέτης απεικονίζει ξανά το μανιχαϊκό του ηθικό Σύμπαν όπου ο αφελής ήρωας καταδύεται σταδιακά σε μια κρυμμένη, αλλά πιο αληθή και πάντα παρούσα πραγματικότητα, κάτω από το επιφανειακό πέπλο μιας αγνότητας όμορφα αποδιδόμενης εδώ από την αισθητική της «αθώας» επαρχιακής Αμερικής του ’50 – εμφανώς αντικείμενο σαρκασμού.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Κινηματογράφος: «Ντιουν» (1984)

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣ

Κινηματογράφος: Eraserhead (1977, «Eraserhead»)
==> Κινηματογράφος: Ντιουν (1984, «Dune») <==

NTIOYN

«DUNE»






    Η διαστρική ανθρώπινη κοινωνία του έτους 10191 είναι ένας κόσμος υψηλής τεχνολογίας, αλλά πολύπλοκης νεοφεουδαρχικής δομής, με δαιδαλώδη, αντικρουόμενα πολιτικά συμφέροντα, όπου το μυστικιστικό και το παραψυχολογικό στοιχείο έχουν αναβαθμισμένο ρόλο. Ένας πλανήτης είναι η μοναδική πηγή του πολύτιμου «άλατος» (spice mélange): το άλας διευρύνει τη συνείδηση, επεκτείνει τη ζωή και επιτρέπει τα διαστρικά ταξίδια μέσω του υπερχώρου – άρα και το γαλαξιακό εμπόριο. Ο καλυμμένος από αμμώδη έρημο πλανήτης είναι ο Αρράκις, γνωστός και ως Ντιουν, με τους ιθαγενείς κατοίκους του Φρέμεν να ζουν υπό την τυραννία του σαδιστικού Οίκου των Χαρκόννεν. Μόνη έγνοια των τελευταίων είναι η διασφάλιση της ομαλής ροής παραγωγής άλατος, ώστε να διατηρείται ικανοποιημένη η πανίσχυρη Συντεχνία των Πλοηγών (παρόμοια με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα) και το πολιτικό πιόνι της, ο Αυτοκράτορας Σαντάμ IV του Οίκου των Κορρίνο. Όταν ο ευγενής Οίκος των Ατρειδών, ευρισκόμενος από παλιά σε βεντέτα με τους Χαρκόννεν, διατάσσεται από τον Αυτοκράτορα να αναλάβει τη διακυβέρνηση του Αρράκις, όλοι διαισθάνονται πως πρόκειται για παγίδα. Αυτή είναι η έναρξη μίας περιπέτειας η οποία θα επιφέρει την πτώση των Ατρειδών και θα οδηγήσει τον νεαρό γιο του επικεφαλής των τελευταίων, τον Πωλ, στον σφετερισμό του μεσσιανικού ρόλου που αποδίδει μία προφητεία των Φρέμεν σε κάποιον αναμενόμενο «απελευθερωτή» τους, στη συνένωσή τους υπό την ηγεμονία του και στον ολοκληρωτικό πόλεμο κατά των Χαρκόννεν και του Αυτοκράτορα. Το έπαθλο είναι μοναδικό: ο έλεγχος του άλατος, ο έλεγχος του Σύμπαντος.
     Μια τετραετία μετά τον εμπορικό, πολυβραβευμένο και «ομαλής αφήγησης» Άνθρωπο Ελέφαντα και ύστερα από τρία έτη παραγωγής, ο Ντέιβιντ Λιντς παραδίδει στη μεγάλη οθόνη μία σχετικά πιστή …περίληψη της πολυσύνθετης και επικής διαστημικής όπερας του Φρανκ Χέρμπερτ Ντιουν (1965), εμβληματικού μυθιστορήματος της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας. Υπό τη διεύθυνση του γνωστού Ιταλού παραγωγού Ντίνο ντε Λορέντις (υπεύθυνου για διάσημες αγγλόφωνες ταινίες, μετά τη μεταφορά της επιχειρηματικής του έδρας στις ΗΠΑ, αλλά και για παλιότερα φιλμ του Φελίνι), ο Λιντς συντονίζει ορισμένους μόνιμους συνεργάτες του, ένα επιτελείο φημισμένων ηθοποιών (Μπραντ Ντούριφ, Χοσέ Φερέρ, Γιούργκεν Πρόχνοφ, Μαξ φον Σίντοφ, Σον Γιανγκ, Πάτρικ Στιούαρτ και …ο τραγουδιστής Στινγκ) μα και τον κατοπινό ερμηνευτή-φετίχ του, τον νεαρό τότε Κάιλ Μακλάχλαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ποπ ροκ μπάντα της εποχής Toto και ο ταλαντούχος συνθέτης Μπράιαν Ίνο ανέλαβαν τη μουσική επένδυση, ενώ για λόγους μείωσης του κόστους η ταινία κινηματογραφήθηκε (με προϋπολογισμό 40 εκατομμυρίων δολαρίων) σε στούντιο του Μεξικού. Ο Λιντς συνέγραψε ο ίδιος το σενάριο, χωρίς να έχει προηγούμενη επαφή όχι μόνο με το Ντιουν αλλά και ευρύτερα με την επιστημονική φαντασία, ενώ πριν από την κυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα στο εγχείρημα, τόσο λόγω της κινηματογράφησης ενός πασίγνωστου μυθιστορήματος με άριστες πωλήσεις, όσο και εξαιτίας της εμπλοκής του καλλιτέχνη που σκηνοθέτησε τον αναγνωρισμένο και φημισμένο Άνθρωπο Ελέφαντα. Ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία του και η πρώτη φορά (μοναδική, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων) που αναλάμβανε ένα συμβόλαιο τόσο υψηλού προϋπολογισμού και αναμενόμενων αποδόσεων.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Κινηματογράφος: «Ο Άνθρωπος Ελέφαντας» (1980)

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣ

Κινηματογράφος: Eraserhead (1977, «Eraserhead»)
==> Κινηματογράφος: Ο Άνθρωπος Ελέφαντας (1980, «The Elephant Man») <==
Κινηματογράφος: Ντιουν (1984, «Dune»)

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

«THE ELEPHANT MAN»




    Η αληθινή ιστορία του Τζον Μέρικ, ενός εκ γενετής φρικτά παραμορφωμένου, αλλά ευφυούς άνδρα στο πουριτανικό βικτωριανό Λονδίνο, της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης και του γιγάντιου ταξικού χάσματος. Ο Μέρικ διήνυσε την περισσότερη ζωή του ως περιφερόμενο κτηνώδες έκθεμα (ο «Άνθρωπος-Ελέφαντας» του τίτλου), ώσπου ένας διακεκριμένος γιατρός της υψηλής κοινωνίας ανέλαβε γοητευμένος να τον μεταφέρει στον κόσμο των ανθρώπων. Αυτό που προέκυψε ήταν ένα συμπονετικό τέρας με ψυχή αγίου.
     Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, αυτή τη φορά με εξαίρετους ηθοποιούς – αστέρες στη διάθεσή του (Άντονι Χόπκινς, Αν Μπάνκροφτ, Τζον Χαρτ) και έναν προϋπολογισμό γιγάντιο συγκριτικά με τα 10000 δολάρια του ντεμπούτου του (Eraserhead), ο σπουδαίος Αμερικανός κινηματογραφιστής του ασυνειδήτου γαντζώνεται στις ίδιες μεθόδους και θεματικές. Έχοντας όμως ένα στιβαρό και «ομαλό» σενάριο στο χέρια του, όχι γραμμένο από τον ίδιο και βασισμένο σε αληθινή ιστορία, πετυχαίνει να φορτίσει τον Άνθρωπο ελέφαντα με έναν βαρύ συναισθηματικό πυρήνα και να συγκινήσει τον θεατή πολύ πιο πέρα από το εγκεφαλικό επίπεδο. Τα περιστασιακά ψήγματα του σκοτεινού λυντσικού σουρεαλισμού απλώς προσδίδουν στο φιλμ περισσότερο ενδιαφέρον και μια απόκοσμη χροιά.

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Κινηματογράφος: «Eraserhead» (1977)

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣ

==> Κινηματογράφος: Eraserhead (1977, «Eraserhead») <==
Κινηματογράφος: Ντιουν (1984, «Dune»)

ERASERHEAD

«ERASERHEAD»






     Το σκηνικό είναι ένα σχεδόν ερειπωμένο, ανώνυμο αστικό κέντρο σε παρακμή, χωρίς φυτά και ζώα, σαν εγκαταλελειμμένη βιομηχανική ζώνη. Ο Χένρυ Σπένσερ, ένας αφελής και νευρικός «τυπογράφος σε διακοπές», αφήνει έγκυο τη νεαρή Μέρι, ευρισκόμενη μονίμως στα πρόθυρα της υστερίας, κατά τη διάρκεια μίας περιστασιακής ερωτικής περιπέτειας. Υπό την πίεση των παράξενων γονιών της, εμφανώς αντιτιθέμενων στο προγαμιαίο σεξ, αναγκάζονται να παντρευτούν και να συζήσουν. Η Μέρι όμως δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της μητρότητας απέναντι στο μεταλλαγμένο, σχεδόν ερπετόμορφο, άρρωστο και «πρόωρα γεννημένο» βρέφος της, το οποίο προκαλεί σε όλους αποστροφή. Όταν τελικά εγκαταλείπει τη συζυγική εστία, ο Χάρι αναλαμβάνει να το μεγαλώσει μόνος του, ώσπου κατακυριεύει τη ζωή του…
     Αυτή η σύνοψη της πλοκής έχει ίσως περισσότερες λέξεις από όσες πραγματικά ακούγονται στην ταινία. Ασπρόμαυρη, σχεδόν βωβή (οι διάλογοι είναι ελάχιστοι), με τελείως ελλειπτικό σενάριο, εμβόλιμες ονειρικές σεκάνς οι οποίες δεν ξεχωρίζουν εύκολα από την «κανονική» πλοκή, μουσική επένδυση στηριγμένη σε ήχους μηχανών και διαρροές αερίων, λουσμένη στον συμβολισμό και στις παράλογες καταστάσεις, με ελάχιστους και ιδιόρρυθμους χαρακτήρες μαστιζόμενους από εμφανή ψυχοσωματικά προβλήματα, είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ντέιβιντ Λιντς μετά τις κινηματογραφικές σπουδές του στην Καλιφόρνια – με αρχικό προϋπολογισμό μόνο 10000 δολάρια της εποχής και κινηματογραφημένη σταδιακά σε διάστημα πέντε ετών. Ο Λιντς έχει από τότε αρνηθεί πεισματικά να την αναλύσει και την περιγράφει μόνο ως την «πλέον πνευματική του ταινία», ένα «όνειρο σκοτεινών πραγμάτων» και μια απεικόνιση «της αίσθησης τρόμου που διαπερνούσε τις διαβόητες συνοικίες της Φιλαδέλφεια» όταν διέμενε εκεί. Το Eraserhead, συνθέτοντας τον κινηματογραφικό σουρεαλισμό του Μπουνιουέλ με τον εξπρεσιονισμό της μεσοπολεμικής Γερμανίας και αποπνέοντας ταυτόχρονα μία ισχυρή αίσθηση φρίκης (κυρίως στις σκηνές οι οποίες αφορούν το αποκρουστικό βρέφος με την εκφυλισμένη σάρκα), έγινε αρχικά μεγάλη επιτυχία στο κύκλωμα μεταμεσονύκτιων προβολών της Νέας Υόρκης και του Λονδίνουμε δούρειο ίππο την περιθωριακή κοινότητα του κινηματογραφικού τρόμου – παρά την επιφυλακτική στάση της επίσημης κριτικής. Σήμερα θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες ταινίες του μοντέρνου κινηματογράφου, με ειδικά εφέ και εικαστική αισθητική που έχουν μείνει ουσιαστικά αγέραστα.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Βιντεοπαιχνίδι: «F.E.A.R.» (2005)

F.E.A.R.


«It is the way of men to make monsters...and it is the nature of monsters to destroy their makers....» – Χάρλαν Γουέιντ



     Από την ίδρυσή του το 1994, το πετυχημένο στούντιο κατασκευής ηλεκτρονικών παιχνιδιών δεν συνηθίζει να ρισκάρει: τουλάχιστον τα FPS τα οποία φέρουν το όνομά του συνήθως είναι αξιόλογοι και προσεγμένοι τίτλοι με απήχηση στον χώρο, χωρίς ωστόσο να καινοτομούν στο παραμικρό. Παρά την εξαγορά της το 2004 από τον γίγαντα της βιομηχανίας της διασκέδασης Warner Bros, το γεγονός αυτό δεν άλλαξε με την κυκλοφορία του F.E.A.R. το 2005.
    Όπως και παλαιότερα FPS του στούντιο (Shogo: Mobile Armor Division, Blood II: The Chosen, Aliens VS Predator 2, Tron 2.0) το F.E.A.R. στηρίχθηκε στην εσωτερικά αναπτυγμένη μηχανή τρισδιάστατων γραφικών πραγματικού χρόνου «Lithtech», σε μία τότε νέα εκδοχή της ευρισκόμενη στην αιχμή της τεχνολογίας της εποχής της: υποστηρίζοντας ογκομετρικό φωτισμό ανά πίξελ, υψηλής ποιότητας εφέ μηχανών σκίασης, ρεαλιστικές σκιές στένσιλ, εξαιρετικά λεπτομερή μοντέλα χαρακτήρων με πολύ μεγάλο αριθμό πολυγώνων, υφές υψηλής ανάλυσης, προηγμένα εφέ σωματιδίων και με ενσωματωμένη τη μηχανή φυσικής «Havok», το F.E.A.R. ήταν σε θέση να περηφανεύεται για τεχνικά άψογα γραφικά σε σχέση με τους περισσότερους ανταγωνιστές της κατηγορίας του από την ίδια χρονική περίοδο. Παράλληλα, το παιχνίδι καινοτομούσε και στην τεχνητή νοημοσύνη των αντιπάλων αφού αυτή αξιοποιούσε τον ακαδημαϊκό αλγόριθμο αυτοματοποιημένου σχεδιασμού ενεργειών STRIPS, προίκιζε τους εχθρούς με ενισχυμένο ρεπερτόριο δυνατών ενεργειών σε σχέση με τα καθιερωμένα των FPS, ενώ επίσης καθιστούσε εφικτή την αποτελεσματική και αληθοφανή συνεργασία τους. Από κοινού με την ισχυρή προώθησή του από τα ειδικά ΜΜΕ και τη διαφημιστική καμπάνια που το απεικόνιζε ως «πρωτότυπο» παιχνίδι ψυχολογικού τρόμου, το F.E.A.R. είχε εξασφαλισμένη επιτυχία και πράγματι έγινε από τους πιο δημοφιλείς τίτλους της.