MEGAZONE 23
«MEGAZONE 23»
Στο Τόκιο του 1985 ένας
νεαρός «ατίθασος» μηχανόβιος ονόματι
Σόγκο, ζώντας ως τότε μία ζωή επικεντρωμένη
αποκλειστικά στην άντληση της μέγιστης
ευχαρίστησης από το παρόν, ανακαλύπτει
τυχαία μέσω ενός γνωστού του μία
εξαιρετικά προηγμένη και ταχύτατη
δοκιμαστική μοτοσικλέτα. Αμέσως στο
κατόπι του βρίσκονται ένοπλοι μυστικοί
πράκτορες οι οποίοι δολοφονούν τον φίλο
του και αναγκάζουν αυτόν να κρυφτεί στο
σπίτι μίας κοπέλας την οποία φλερτάρει
– τη Γιούι. Σύντομα συνειδητοποιεί ότι
η μοτοσικλέτα «Γκάρλαντ» αποτελεί
στρατιωτικό μηχανισμό ο οποίος μπορεί
να μεταμορφωθεί κατά βούληση σε γιγάντιο,
ένοπλο ανθρωποειδές ρομπότ, με τον οδηγό
της ως πιλότο («μέκα»). Με τη βοήθεια της
Γιούι και των δύο συγκατοίκων της, εκ
των οποίων η μία προσπαθεί να αρχίσει
μία καριέρα τραγουδίστριας στην ποπ
δισκογραφία, αποφασίζουν να κινηματογραφήσουν
μία ταινία επιστημονικής φαντασίας
αξιοποιώντας τη μοτοσικλέτα. Ωστόσο ο
Στρατός βρίσκεται στα ίχνη τους και δεν
αργεί η στιγμή που ο Σόγκο θα γίνει
γνώστης ενός απίστευτου, καλά κρυμμένου
μυστικού για την ίδια την πραγματικότητα…
Ένα εντυπωσιακό για
την εποχή του και σήμερα ιστορικό
ιαπωνικό κινούμενο σχέδιο τεχνοτροπίας
άνιμε, το οποία πατά γερά στη μεγάλη
παράδοση του σύγχρονου, απευθυνόμενου
σε εφήβους ιαπωνικού Φανταστικού, αλλά
την εξελίσσει εμβολιάζοντάς την με μια
μεταμοντέρνα ευαισθησία και μια
κυβερνοπάνκ αισθητική, πράγματα
εξαιρετικά επίκαιρα κατά τη δεκαετία
του ‘80. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα
άνιμε τα οποία έγιναν γνωστά στη Δύση
και – αδιαμφισβήτητα – από τα πιο
επηρεαστικά· κυκλοφόρησε κατευθείαν
σε οικιακά μέσα (βιντεοκασέτα) ως μίνι
σειρά τεσσάρων επεισοδίων, καθένα από
τα οποία διατέθηκε με διαφορά ενός έτους
το ένα από το άλλο. Κομβικό στην κατηγορία
του, σήμερα μοιάζει περισσότερο ως
ενδιαφέρων προπομπός κατοπινών
αριστουργημάτων του κινουμένου σχεδίου
όπως το Ακίρα
(1988), αλλά και της πασίγνωστης, χολιγουντιανής
μαγνητοσκοπημένης περιπέτειας ΕΦ Μάτριξ (1999). Ενδιαφέρον
είναι πως αρχικά είχε σχεδιαστεί ως
συνηθισμένη τηλεοπτική σειρά, μα λόγω
της περιορισμένης χρηματοδότησης
κυκλοφόρησε τελικά στο οικιακό κύκλωμα
της βιντεοκασέτας, με μόνο τέσσερα
μεγάλης διάρκειας επεισόδια. Η επιτυχία
του έδωσε ώθηση στην ανάλογη αγορά –
άνιμε μίνι σειρές απευθείας σε μέσο
οικιακής προβολής (OVA)
– η οποία άνθισε κατά την επόμενη
δεκαετία.
Το Megazone
23 είναι μεν μία
συνήθης (για τα δεδομένα της ιαπωνικής
τηλεόρασης) εφηβική περιπέτεια
επιστημονικής φαντασίας με μέκα –
διαθέτοντας τους «απαραίτητους» νεαρούς
πρωταγωνιστές, ρομάντζο, συνωμοσίες,
επανδρωμένα στρατιωτικά ρομπότ, μάχες,
διαστημόπλοια, σεξ και βία σε μετρημένες
δόσεις – αλλά αυτά τα συνδυάζει με ένα
αστικό μητροπολιτικό σκηνικό κυβερνοπάνκ
αισθητικής. Η σύνθεση είναι εξαιρετικά
κομψή εξαιτίας του ιδιοφυούς κεντρικού
ευρήματος, το οποίο γνωστοποιείται στο
κοινό κατά το δεύτερο ήμισυ του πρώτου
επεισοδίου: το Τόκιο της ιστορίας είναι
μία «προσομοίωση», μία τεχνητή πόλη στο
εσωτερικό ενός γιγάντιου διαστημοπλοίου
(MZ23),
ελεγχόμενη κρυφά από έναν αυτόνομο,
ευφυή υπερυπολογιστή προγραμματισμένο
να συντηρεί και να ενημερώνει την
ψευδαίσθηση. Η δοκιμαστική μοτοσικλέτα
του Σόγκο, εκτός από καμουφλαρισμένο
μέκα μάχης, είναι και το έβδομο τερματικό
πρόσβασης σε αυτόν τον υπολογιστή. Η
πραγματική ημερομηνία είναι πέντε
αιώνες μετά τη χρονολογία στην οποία
νομίζουν ότι διαβιούν οι πολίτες και η
Γη στην πραγματικότητα είναι κατεστραμμένη
από καιρό. Ο υπερυπολογιστής αξιοποιεί
τα ΜΜΕ για να χειραγωγεί το κοινό (π.χ.
με μία «εικονική» δημοφιλή ποπ
τραγουδίστρια ονόματι Εύα, η οποία δεν
υπάρχει πέρα από το τηλεοπτικό της
είδωλο), ενώ ένοπλοι μυστικοί πράκτορες
υπεράνω κάθε ελέγχου εξουδετερώνουν
όποιον πολίτη προσεγγίζει την αλήθεια.
Οι ομοιότητες με το κατά πολύ μεταγενέστερο
και διασημότερο Μάτριξ
είναι πραγματικά απίστευτες, αλλά οι
αδελφοί Γουατσόφσκι αρνούνται κάθε
επιρροή από το Megazone
23 (παρά την
προφανή γνώση τους για τον χώρο του
άνιμε). Ποια είναι η αιτία που το εύρημα
αυτό είναι τόσο θελκτικό; Φυσικά το
προφανές, απλό και εύληπτο σχόλιο επάνω
στην κοινωνική κατασκευή της
πραγματικότητας, μα και η ευκολία με
την οποία ο θεατής μπορεί να τοποθετηθεί
ασυνείδητα στη θέση του ήρωα – αν το
μητροπολιτικό Τόκιο του 1985 ή το Σικάγο
του 1999 μπορούν να προσομοιωθούν κρυφά
και πραγματικοί ανίδεοι άνθρωποι να
«φυτευτούν» στην προσομοίωση, γιατί να
μην είναι και η αστική πραγματικότητα
του ίδιου του θεατή μια εντέχνως
συντηρούμενη ψευδαίσθηση;
Σε αντίθεση ωστόσο
με το δυτικό Μάτριξ,
το οποίο σε επίπεδο περιεχομένου
(προσπαθεί να) προβάλλει κυρίως την
ύπουλη κατασκευή της κατεστημένης
αντίληψης για το κοινωνικό περιβάλλον
από τους μηχανισμούς μιας υστερόβουλης
εξουσίας, το αυθεντικά ιαπωνικό Megazone
23 καταλήγει σε
μία αντιπολεμική δήλωση και σε ένα
σχόλιο περί της απροσδόκητης ευθραυστότητας
της ειρήνης. Ο υπερυπολογιστής ελέγχει
την πόλη και συντηρεί την ψευδαίσθηση
προκειμένου να διατηρήσει την ειρήνη
και τα απομεινάρια της Ανθρωπότητας
ακέραια, ενώ ο Στρατός ο οποίος έχει από
καιρό αντιληφθεί την αλήθεια προσπαθεί
κρυφά να απενεργοποιήσει τον υπολογιστή
– παρανοϊκός στόχος του να αναλάβει
τον έλεγχο του γιγάντιου διαστημοπλοίου
και να εκκινήσει μία νέα φάση του
αποκαλυπτικού πολέμου με ένα αντίπαλο
«σκάφος - πόλη», πέντε αιώνες μετά την
προηγούμενη και τελευταία μάχη! Το
αιματηρό πραξικόπημα στο οποίο επιδίδεται
ο Ταγματάρχης, κύριος ανταγωνιστής του
ήρωα στα πρώτα δύο επεισόδια, δεν αφήνει
καμία αμφιβολία για την αντιπολεμική
στόχευση της μίνι σειράς. Το κατά πόσον
το πετυχαίνει βεβαίως είναι άλλο θέμα,
αφού τα πολλαπλά λογικά άλματα του
σεναρίου και οι – ίσως εσκεμμένα –
ρηχοί χαρακτήρες (μάλλον «αναγκαίες»
θυσίες στον βωμό της δράσης) δεν βοηθούν
ιδιαίτερα. Το στοιχείο του μυστηρίου
βεβαίως διαπερνά όμορφα την πλοκή, αφού
η αλήθεια για την πόλη αποκαλύπτεται
σταδιακά κατά το πρώτο επεισόδιο.
Οπτικοακουστικά το
Megazone
23 είναι
ικανοποιητικό αλλά χωρίς να ξεχωρίζει.
Το αστικό σκηνικό και τα μέκα είναι
καλοσχεδιασμένα και με πλούσια χρώματα
αλλά όχι ιδιαίτερα ευφάνταστα, ενώ
πολλές σκηνές δεν περιέχουν κίνηση μα
μόνο διαδοχικά ακίνητα σχέδια με τη
συνοδεία σπικάζ ή μουσικής επένδυσης
(προφανώς λόγω κόστους). Η μουσική
αποτελείται κυρίως από τα ευχάριστα
ποπ τραγούδια της Εύας, με χαρακτηριστική
αισθητική της δεκαετίας του 1980 και
ύποπτες ομοιότητες με το πασίγνωστο
Ρόμποτεκ
της ίδιας περιόδου, τα οποία επιχειρούν
σποραδικά να σχολιάσουν τα δρώμενα κατά
αυτοαναφορικό τρόπο – η αυτοαναφορικότητα
ενισχύεται στο πρώτο επεισόδιο από την
ταινία επιστημονικής φαντασίας που
ετοιμάζουν οι πρωταγωνιστές, με σενάριο
πολύ παρόμοιο με αυτό της ίδιας της
σειράς! Στα επόμενα τρία επεισόδια το
σχέδιο βελτιώνεται, είναι πιο ρεαλιστικό
και ευτυχώς εκλείπουν οι σκηνές με τα
διαδοχικά ακίνητα πλάνα – συνεχίζουν
βεβαίως να υπάρχουν ορισμένα τυπικά
κόλπα των άνιμε για τη μείωση του κόστους
παραγωγής χωρίς απώλεια της αίσθησης
της κίνησης, όπως τα πανάρισμα της
κάμερας σε κάδρο μεγάλου μήκους με
συνοδεία μουσικής υπόκρουσης. Εμφανίζονται
επίσης σποραδικά και εξελιγμένες
τεχνικές, όπως π.χ. μία προσομοίωση του
κινηματογραφικού εφέ της θόλωσης κίνησης
για να τονιστεί μία συναισθηματικά
φορτισμένη σκηνή. Τα μέκα είναι όμορφα
και κομψής βιομηχανικής αισθητικής
αλλά συνηθισμένα για την κατηγορία (κι
εδώ υπάρχουν ομοιότητες με το Ρόμποτεκ),
ενώ αυτό που ξεχωρίζει είναι η απεικόνιση
της προηγμένης τεχνολογίας του αντίπαλου
διαστημοπλοίου στο δεύτερο 80λεπτο
επεισόδιο.
Το τελευταίο είναι
βελτιωμένο σε όλους τους τομείς σε σχέση
με το πρώτο. Πιο ώριμο, πιο ρυθμικό, με
αδιάκοπη δράση χωρίς νεκρούς χρόνους,
με περισσότερο σεξ και βία, με περισσότερες
μάχες παντός είδους (καταδιώξεις και
συγκρούσεις μιας αστικής συμμορίας
μοτοσικλετιστών, μάχες μεταξύ μέκα σε
αστικό σκηνικό, μάχες μεταξύ διαστημοπλοίων),
με ένα φινάλε ταυτόχρονα αποκαλυπτικό,
επικό και αισιόδοξο, επωφελείται άψογα
από το γεγονός ότι οι βασικοί χαρακτήρες
είναι ήδη γνωστοί και δεν δαπανά χρόνο
για να τους περιγράψει. Το πρόβλημα όμως
είναι πως ούτε οι νέοι χαρακτήρες
αναπτύσσονται επαρκώς και επομένως δεν
λειτουργούν παρά ως καρικατούρες για
την εξυπηρέτηση της πλοκής, χωρίς επαρκή
χρόνο αφιερωμένο σ’ αυτούς. Ένα έτος
έχει περάσει από την έναρξη του νέου
πολέμου και το πραξικόπημα του Ταγματάρχη.
Ο δικτυωμένος υπερυπολογιστής του MZ23,
ο Μπαχαμούτ, έχει περάσει στον έλεγχο
του Στρατού και μόνο η Εύα έχει διαφύγει,
αυτονομούμενη ως Τεχνητή Νοημοσύνη
προσανατολισμένη στη διατήρηση μιας
φευγαλέας ειρήνης. Ο Σόγκο είναι
καταζητούμενος και κρύβεται σε μια
ένοπλη συμμορία πανκ μηχανόβιων των
οποίων ηγείται, εγκαταλείποντας πριν
από έναν χρόνο την ακόμα ερωτευμένη
μαζί του Γιούι φοβούμενος για την
ασφάλειά της. Σποραδικά η Εύα παρεμβάλλεται
στα ΜΜΕ της πόλης και εκπέμπει μηνύματα
βοήθειας προς τον χειριστή του έβδομου
τερματικού του Μπαχαμούτ – δηλαδή τον
Σόγκο – αλλά εις μάτην, αφού αυτός είχε
εγκαταλείψει τη μοτοσικλέτα του σπασμένη
στο φινάλε του πρώτου επεισοδίου. Οι
πολίτες συνεχίζουν να μη γνωρίζουν την
αλήθεια για τον κόσμο τους, ενώ ο πόλεμος
με το αντίπαλο διαστημόπλοιο-πόλη
φαίνεται να χάνεται λόγω τεχνολογικής
υστέρησης του Στρατού του Τόκιο στο
MZ23.
Ενώ ο Ταγματάρχης επιβλέπει τον μάταιο
πόλεμο, ταυτόχρονα επιτηρεί τις
προσπάθειες ανεύρεσης του εξαφανισμένου
Σόγκο στα υπόγεια του Τόκιο και ανίχνευσης
της Εύας μέσα στις μνήμες του Μπαχαμούτ,
προτού αυτοί οι δύο κατορθώσουν να
έρθουν ξανά σε επαφή…
Το φινάλε του δευτέρου
επεισοδίου μοιάζει να κλείνει την
ιστορία: τα δύο εμπόλεμα διαστημόπλοια-πόλεις
καταστρέφονται ολοσχερώς από το αμυντικό
σύστημα της Γης (μία Τεχνητή Νοημοσύνη
εγκατεστημένη στη Σελήνη, ονόματι
«Αδάμ») αφού κρίνονται ανάξια να
επιστρέψουν στον μητρικό πλανήτη ο
οποίος έχει αναρρώσει, αλλά μία κάψουλα
με τον πυρήνα του Μπαχαμούτ και τη
συμμορία των πανκ μηχανόβιων στο
εσωτερικό της – συμπεριλαμβανομένου
του Σόγκο – αποκόπτεται από το MZ23
και προσεδαφίζεται στην «παρθένα» πλέον
Γη. Μία νέα αρχή για την Ανθρωπότητα
είναι ορατή… Το τρίτο επεισόδιο επομένως
– του 1989 πλέον – τοποθετείται χρονολογικά
πολλούς αιώνες μετά και διαθέτει τελείως
διαφορετικούς ήρωες. Οι επιζώντες του
MZ23
φαίνεται να δημιούργησαν μία κλειστή,
κεντρικά ελεγχόμενη και οικολογικά
«μονωμένη» μητρόπολη στην επιφάνεια
της Γης, την οποία ονόμασαν Εδέμ. Μία συγκεντρωτική ουτοπία υψηλού
τεχνολογικού αυτοματισμού και συντηρούμενη
από την – εξοπλισμένη με αντίτυπα της
παλαιάς Γκάρλαντ – αστυνομική δύναμη
«Ε = Χ», στηριζόμενη σε ένα πανταχού
παρόν δίκτυο υπολογιστών και εικονικής
πραγματικότητας – τον κυβερνοχώρο –
και παραμένουσα κλειστή υποτίθεται
μέχρι να επανέλθει πλήρως η οικολογική
ισορροπία στο περιβάλλον, η αρμονία
μεταξύ ανθρώπων και φύσης. Η Ε = Χ δέχεται
τις εντολές της από τον Επίσκοπο Ουόν
Ντάι, υποτίθεται αιωνόβιο επιζώντα της
αρχικής ομάδας αποίκων που κατέφθασαν
από το MZ23,
ο οποίος συμβιώνει με τον κεντρικό
υπολογιστή ελέγχου της Εδέμ: το Σύστημα,
προγραμματισμένο να δοκιμάζει την
Ανθρωπότητα μέχρι να κρίνει πως αυτή
είναι σε θέση να απελευθερωθεί στο γήινο
περιβάλλον χωρίς να το καταστρέψει εκ
νέου. Ο ξέγνοιαστος νεαρός πρωταγωνιστής
Έιτζι Τακανάκα είναι ένας χάκερ –
εξαιρετικά ικανός στα ηλεκτρονικά
παιχνίδια εικονικής πραγματικότητας
– ο οποίος στρατολογείται λόγω των
ταλέντων του από την Ε = Χ ώστε να
συνεισφέρει στην αντιμετώπιση απειλών
κατά του Συστήματος από συμμορίες χάκερ,
αλλά κυρίως στην αντιμετώπιση του Σιών.
Ο τελευταίος είναι στέλεχος μιας
εταιρείας κατασκευής ηλεκτρονικών
παιχνιδιών, της Όραντζ, η οποία επιχειρεί
να δημιουργήσει το δικό της ψηφιακό
δίκτυο πληροφοριών μέσα στην Εδέμ ώστε
να απελευθερώσει την τελευταία από τον
έλεγχο του Συστήματος. Στην πραγματικότητα
όμως ο Σιών είναι ένας ονειροπόλος με
τον δικό του στόχο, να αφυπνίσει την
κοιμώμενη Εύα…
Το επεισόδιο αυτό
απομακρύνεται όπως είναι φανερό από τα
πρώτα δύο, διατηρώντας όμως κάποια
βασικά δεδομένα του σεναριακού ιστού
και της αισθητικής τους, ενώ επικεντρώνεται
σχεδόν αποκλειστικά στα κυβερνοπάνκ
στοιχεία των προκατόχων του επεκτείνοντάς
τα σημαντικά. Με μόνο μία μάχη μεταξύ
δύο μέκα αλλά πολλαπλές «εικονικές»
αναμετρήσεις στον κυβερνοχώρο και
μελλοντικά αστικά τοπία σε αποσύνθεση,
διατηρεί μεν το ενδιαφέρον και κερδίζει
σε ατμόσφαιρα, μα χάνει πόντους όσον
αφορά το περιεχόμενο και τους χαρακτήρες.
Η πλοκή είναι ελλιπής, το νόημα μηδαμινό
και σχεδόν όλοι οι ήρωες τελείως
μονοδιάστατοι, άνευ ουσιαστικής
ανάπτυξης. Στην ουσία δεν πρόκειται
παρά για έναν πρόλογο του επόμενου
επεισοδίου, γεγονός το οποίο καθίσταται
σαφές και από το ποπ τραγούδι της Εύας
που συνοδεύει εξωαφηγηματικά την τελική
μάχη στην κορύφωση της πλοκής, όπου ένας
στίχος δηλώνει πως «το κουτί της Πανδώρας
έχει ανοίξει». Το τελευταίο επεισόδιο
είναι βελτιωμένο από όλες τις απόψεις,
πιο στιβαρό, πιο δυναμικό, με πολλαπλές
καλοσχεδιασμένες μάχες μεταξύ δεκάδων
μέκα, αφού κανονικός πόλεμος έχει πια
ξεσπάσει μεταξύ Όραντζ και Ε = Χ στους
δρόμους της Εδέμ. Ο Έιτζι είναι
αυτονομημένος, έχοντας βρει και αφυπνίσει
στα έγκατα της Εδέμ την «πραγματική»,
ζωντανή Εύα – ο εγκέφαλος της οποίας
αποτέλεσε προ αιώνων πρότυπο του
λογισμικού «Εύα» – ενώ συνειδητοποιεί
ότι η πόλη και το Σύστημα είναι σε
ανισορροπία, αφού επεκτείνονται διαρκώς
καταστρέφοντας το φυσικό περιβάλλον.
Η πραγματική απειλή όμως είναι το
καταστροφικό «Σχέδιο Ουρανός» το οποίο
έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή ο Επίσκοπος,
πιστεύοντας ότι η Ανθρωπότητα ποτέ δεν
θα έρθει σε αρμονία με τη φύση. Με αντίπαλο
το χρόνο, πρέπει τώρα ο Έιτζι και η Εύα
να ειδοποιήσουν τον επίσης αυτονομημένο
Σιών για τις προθέσεις του Συστήματος,
προτού να είναι αργά για τους πολίτες
της Εδέμ… Εδώ υπάρχει περισσότερος
χώρος για ανάπτυξη χαρακτήρων, αν και
ξανά δεν επαρκεί η διάρκεια για κάτι
τέτοιο, η ένταση είναι μεγάλη από την
αρχή μέχρι το φινάλε, ενώ οι ανατροπές
συνεχείς και μάλλον αναληθοφανείς. Προς
το τέλος τα λογικά άλματα και οι
δυσερμήνευτες καταστάσεις του σεναρίου
υποδηλώνουν βιαστική συγγραφή, αλλά η
νοσταλγική εμφάνιση του Μπαχαμούτ, της
παλαιάς Γκάρλαντ του Σόγκο, μα και –
απρόσμενα – του τελευταίου ως… αρχαίων
λειψάνων, σώζει την κατάσταση όσον αφορά
την πλοκή. Το σημαντικότερο είναι το
περιεχόμενο, αφού εδώ στηλιτεύονται
καθαρά η καταστρεπτική, ολοένα
επεκτεινόμενη παρέμβαση του Ανθρώπου
στο φυσικό περιβάλλον, μα και η τερατωδία
μιας ανεξέλεγκτης εξουσίας· ακόμα και
αν αυτή άρχισε τη βασιλεία της με τις
καλύτερες προθέσεις.
Το 1989 έληξε η ιστορία
του Megazone
23,
αφήνοντας μόνιμα
το στίγμα της στο είδος. Η αλήθεια είναι
πως τα δύο τελευταία επεισόδια μοιάζουν
κάπως ασύνδετα με τα πρώτα δύο και
τετριμμένα, χωρίς πραγματική συναισθηματική
εμπλοκή του θεατή με τους χαρακτήρες,
αντλώντας κλισέ από προγενέστερα
εγχειρήματα επιστημονικής φαντασίας
και μην μπορώντας να εκμεταλλευτούν
την τόσο γοητευτική, αλλά ήδη εξαντλημένη
κύρια ιδέα του αρχικού επεισοδίου –
την τεχνητή φύση της κοινωνικής
πραγματικότητας. Το σύνολο ωστόσο
ανταμείβει ακόμα και σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας για την τρέχουσα ανάρτηση :