Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Κινηματογράφος: «Χάνιμπαλ» (2001)

ΧΑΝΙΜΠΑΛ

«HANNIBAL»




    Μια επταετία μετά την απόδραση του Χάνιμπαλ Λέκτερ, ο Μέισον Βέρτζερ έχει επικηρύξει ιδιωτικά τον εξαφανισμένο κανίβαλο για λόγους εκδίκησης. Πρόκειται για έναν πάμπλουτο και παράλυτο μεγιστάνα από τις ΗΠΑ με τερατωδώς παραμορφωμένη όψη – επιζώντα μίας νοσηρής αναμέτρησης με τον ψυχοπαθή ψυχίατρο, μία εικοσαετία νωρίτερα. Στόχος του είναι να συλλάβει, να βασανίσει και να εκτελέσει τον Λέκτερ στα κρυφά, με τη συνεργασία μισθοφόρων, έμμισθων υπαλλήλων του και διεφθαρμένων κρατικών λειτουργών. Την ίδια στιγμή, το FBI και η Ιντερπόλ επίσης αναζητούν τον ιδιοφυή κανίβαλο, πιστεύοντας ότι έχει καταφύγει στη Λατινική Αμερική, ενώ η τριαντατριάχρονη Κλαρίς Στάρλινγκ – έμπειρη πλέον πράκτορας του FBI – πέφτει σε υπηρεσιακή δυσμένεια ύστερα από ένα ατυχές μακελειό όπου ενεπλάκη. Σύντομα αναμειγνύεται τεχνηέντως στην απόπειρα ενός τυχοδιώκτη αξιωματικού της ιταλικής Αστυνομίας, του αριστοκρατικής καταγωγής Ρινάλντο Πάτσι, να εντοπίσει κρυφά τον Λέκτερ και να τον παραδώσει στους άνδρες του Βέρτζερ έναντι αμοιβής. Όλο αυτό το διάστημα ο Δόκτωρ κρύβεται στην αγαπημένη του Φλωρεντία ως υπάλληλος βιβλιοθήκης, και περιμένει…
    Ο συγγραφέας Τόμας Χάρις κυκλοφόρησε τη λογοτεχνική συνέχεια της Σιωπής των αμνών (1988) το 1999. Το μυθιστόρημα Χάνιμπαλ επιχειρεί να εξανθρωπίσει τον Λέκτερ και απέναντι στα ύψη της μεγαλοφυίας του αντιπαραθέτει μία γκάμα χαρακτήρων οι οποίοι παραπέμπουν, κυρίως μέσω της γραφής, στη ζωώδη κατάσταση και στα πλέον ποταπά ανθρώπινα ένστικτα. Έτσι, ο Μέισον Βέρτζερ αναδεικνύεται στο πραγματικό τέρας ενός μυθιστορήματος σημαντικά διαφορετικού και ποιοτικά κατώτερου από τα προγενέστερα. Ο Χάρις εδώ πλάθει χαρακτήρες στα όρια της καρικατούρας, εξαφανίζει το γοητευτικότερο στοιχείο της Σιωπής – την πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ Κλαρίς και Χάνιμπαλ – αφού οι δύο ήρωες κινούνται τώρα σε διαφορετικές ηπείρους κατά το μεγαλύτερο τμήμα της πλοκής, ενώ σπάει το καλούπι του αναδεικνύοντας τον Λέκτερ σε πανταχού παρόντα πρωταγωνιστή, τη στιγμή που στα παλιότερα δύο μυθιστορήματα ήταν σημαντικός μεν, αλλά απλώς υποστηρικτικός χαρακτήρας. Εδώ η βασική πλοκή δεν αφορά την καταδίωξη ενός νέου, άγνωστου δολοφόνου, αλλά το διεθνές και πολύπλευρο ανθρωποκυνηγητό για τον ίδιο τον ιδιοφυή και καλλιεργημένο ψυχίατρο με τις κανιβαλικές τάσεις. Το τελικό αποτέλεσμα απλώς δεν λειτουργεί, αφού ο Λέκτερ επικρατεί τόσο εύκολα και τόσο απόλυτα στην ιστορία, που εξαφανίζει σχεδόν οτιδήποτε άλλο. Η κομψή δομή, η πλούσια πλοκή και το πολυεπίπεδο περιεχόμενο της Σιωπής των αμνών εδώ έχουν πάει περίπατο. Ο Χάρις αναπληρώνει το κενό με έναν μάλλον φτηνιάρικο τρόπο, υπερτονίζοντας τις απρόσμενες εκρήξεις φρικώδους βίας του Λέκτερ (μέσα από ευφάνταστες σκηνές φόνων, κυρίως όταν απειλείται), τη σχεδόν υπεράνθρωπη ευφυΐα του (με τις διαρκείς λογοτεχνικές περιηγήσεις στα «παλάτια της μνήμης του»), μα και τον ερωτισμό στο υπόβαθρο της γνωριμίας του με την Κλαρίς (ειδικά στον φαιδρά χαρωπό επίλογο, μία διετία μετά, ο οποίος τους περιγράφει να ζούνε incognito ως ζευγάρι στο Μπουένος Άιρες). Τα προβλήματα επιδεινώνονται από την εξαιρετικά φλύαρη, άτσαλη και παντελώς κινηματογραφική γραφή – όπου ακόμη και όταν ο παντογνώστης αφηγητής διαρρηγνύει την ψευδαίσθηση της αφήγησης και απευθύνεται απευθείας στον αναγνώστη, δεν λειτουργεί παρά ως λογοτεχνική «κάμερα» –, ενώ ο χαρακτήρας του καρδιοπαθούς και στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης Τζακ Κρώφορντ είναι πια διακοσμητικός. Μόνον η δεύτερη από τις έξι ενότητες του μυθιστορήματος – περίπου εκατό σελίδες στη Φλωρεντία, όπου ο επαρκώς ανάγλυφος και πολυδιάστατος χαρακτήρας του Πάτσι προσπαθεί να συλλάβει τον Λέκτερ κατ’ ιδίαν ως κυνηγός επικυρηγμένων – παραπέμπει στο σφρίγος, στη μελετημένη κλιμάκωση και στην αγωνία των προηγούμενων βιβλίων του Χάρις.
    Η κινηματογραφική διασκευή του Χάνιμπαλ εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη πολύ γρήγορα – το 2001. Έτσι, αμέσως μετά την τεράστια επιτυχία του Μονομάχου, ο Ρίντλεϊ Σκοτ παραδίδει μία εξαιρετικά στυλιζαρισμένη και πανέμορφα κινηματογραφημένη ταινία μοντέρνας αισθητικής, η οποία υποτίθεται πως αποτελεί τη συνέχεια της «παλιομοδίτικης» κινηματογραφικής Σιωπής των αμνών του 1991. Σημαντικοί συντελεστές της Σιωπής – ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Ντέμι, ο σεναριογράφος Τεντ Τάλι και η πρωταγωνίστρια Τζόντι Φόστερ – τώρα αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, πιστεύοντας πως το υλικό είναι «υπέρμετρα βίαιο», ενώ η σεναριακή διασκευή προχωρά στις αναμενόμενες απλουστεύσεις, συμπυκνώσεις και αναδιατάξεις πλοκής και χαρακτήρων (π.χ., έχει εξαλειφθεί ο χαρακτήρας-κλειδί της Μάργκο Βέρτζερ), χωρίς όμως να αποκλίνει σημαντικά από τη δομή ή τους διαλόγους του βιβλίου. Συντονίζοντας ένα επιτελείο εκλεκτών συνεργατών, όπως ο Ντέιβιντ Μάμετ στο σενάριο, ο Πιέτρο Σκάλια στο μοντάζ και ο Χανς Τσίμερ στη μουσική επένδυση, ο Σκοτ σκηνοθετεί μία ταινία με υψηλό βαθμό αφηγηματικής οικονομίας και, παρά τις πυκνές υπόνοιες για την εμμονή του Λέκτερ με τη Στάρλινγκ, δεν ενδίδει στον πειρασμό του ερωτικού τους σμιξίματος – παραλλάσσοντας έτσι με ενδιαφέροντα τρόπο το τέλος του μυθιστορήματος. Ωστόσο, φαίνεται να εκστασιάζεται με τη σπλάτερ βία του πρωτότυπου υλικού. Η ταινία είχε απήχηση κυρίως στους οπαδούς του τρόμου και αξίζει αυτόν τον χαρακτηρισμό πολύ περισσότερο απ’ ότι η Σιωπή του Ντέμι. Κινηματογραφημένος σαν μια σύγχρονη, ατμοσφαιρική γκραν γκινιόλ όπερα και εμπλουτισμένος με την πανέμορφη αύρα της αναγεννησιακής Ιταλίας κατά το μεσαίο τρίτο της πλοκής, στη Φλωρεντία, ο Χάνιμπαλ στην καρδιά του δεν είναι παρά μία μείξη αστυνομικής περιπέτειας και ταινίας φρίκης – ένα μοντέρνο, χολιγουντιανό τζιάλο υψηλών αξιών παραγωγής. Είναι βέβαιο πως η πρόθεση του συγγραφέα και, στη συνέχεια, του σεναριογράφου ήταν να δημιουργήσουν ένα σκοτεινό ρομάντζο το οποίο αποσκοπεί να προβληματίσει επάνω στην έννοια του Κακού, αντιπαραβάλλοντας τον κανιβαλικό δολοφόνο αλλά σχεδόν υπεράνθρωπο Λέκτερ, με την πιο «γήινη» διαφθορά του Βέρτζερ και των υποτακτικών του. Είναι εξίσου βέβαιο πως δεν το κατάφεραν, αφού υπάρχουν στιγμές που η ιστορία πλησιάζει επικίνδυνα την ακούσια αυτοπαρωδία, ενώ ορισμένες σκηνές με τον Λέκτερ αγγίζουν τη μαύρη κωμωδία. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η αγωνία και το πραγματικό περιεχόμενο να λείπουν σχεδόν τελείως από ένα φιλμ ρυθμικό και οπτικά εντυπωσιακό μεν, πλημμυρισμένο δε από υπέρμετρα πλούσια σκηνικά και από μια όμορφα ψυχρή αλλά «γυαλιστερή» φωτογραφία, βγαλμένη θαρρείς από τηλεοπτική διαφήμιση.
    Ο Χάρις έγραψε το μυθιστόρημα έχοντας από την αρχή τη βεβαιότητα της κινηματογραφικής του μεταφοράς, ερχόμενος σε τακτική επαφή με τον Τζόναθαν Ντέμι. Ο Ντίνο ντε Λορέντις, παραγωγός του Ανθρωποκυνηγού (πρώτης διασκευής του Κόκκινου δράκου στη μεγάλη οθόνη, από το 1986) αλλά προς μεγάλη του δυσαρέσκεια όχι της εξαιρετικά επιτυχημένης Σιωπής των αμνών, βρέθηκε στη θέση του χρηματοδότη και η απόφασή του αποδείχτηκε ορθή: το φιλμ κόστισε 80 εκατομμύρια δολάρια, μα είχε παγκόσμια έσοδα μεγαλύτερα των 350 εκατομμυρίων, μόνο από τις κινηματογραφικές προβολές! Η άρνηση τελικά των Ντέμι, Τάλι και Φόστερ να εμπλακούν στο εγχείρημα δεν ήταν καταστροφική, αφού ο Σκοτ – τον οποίον ο ντε Λορέντις προσέγγισε στα πλατό του Μονομάχου – σκηνοθετεί με στυλ και συντονίζει ένα επιτελείο διαλεχτών, δοκιμασμένων συνεργατών, ενώ η Τζούλιαν Μουρ μπορεί να μη συγκλονίζει αλλά αναπληρώνει με επιτυχία το κενό της Φόστερ, σε έναν ρόλο αρκετά διαφοροποιημένο: το σενάριο καθιστά σαφές πως μία επταετία στο FBI έχει αλλάξει την Κλαρίς, η οποία τώρα μοιάζει κυνική και απόμακρη. Οι δεύτεροι ρόλοι είναι περισσότερο από ικανοποιητικοί (ο Γκάρι Όλντμαν στον ρόλο του Βέρτζερ, ο Τζιανκάρλο Τζιανίνι ως ο καιροσκόπος Πάτσι ο οποίος σκοπεύει να συλλάβει μόνος τον Χάνιμπαλ για να εισπράξει την αμοιβή, μα και ο Ρέι Λιότα ως διεφθαρμένος κυβερνητικός υπάλληλος στο μισθολόγιο του Βέρτζερ), ενώ ο Χόπκινς μοιάζει εκθαμβωτικός ως ένας γερασμένος, μα πάντα κομψός Λέκτερ, διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την ελευθερία του.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας για την τρέχουσα ανάρτηση :