Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Κινηματογράφος: «Γκοστ Ντογκ: Ο τρόπος των σαμουράι» (1999)

ΓΚΟΣΤ ΝΤΟΓΚ: Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑΪ

«GHOST DOG: THE WAY OF THE SAMURAI»



    Ο «Γκοστ Ντογκ» (Φόρεστ Γουάιτακερ) είναι ένας μαύρος επαγγελματίας εκτελεστής που αναλαμβάνει συμβόλαια θανάτου για τη Μαφία, σε μια ανώνυμη μεγαλούπολη της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ. Μοναχικός, μεθοδικός, αποτελεσματικός και σχεδόν αόρατος, μένει σε μια ταράτσα όπου εκτρέφει ταχυδρομικά περιστέρια – το μόνο μέσον επικοινωνίας του με τον εξωτερικό κόσμο. Ακολουθώντας έναν αρχαίο κώδικα τιμής των σαμουράι της μεσαιωνικής Ιαπωνίας, έχει αυτοχριστεί ακόλουθος του Λούι – ενός μεσήλικα μαφιόζου ιταλικής καταγωγής. Τον συναντά μόνο την πρώτη μέρα κάθε φθινοπώρου, προκειμένου να πληρωθεί για τις δουλειές που έφερε εις πέρας κατά το προηγούμενο έτος. Όταν όμως η κόρη του Δον της οικογένειας γίνεται κατά λάθος μάρτυρας μίας δολοφονίας, η Μαφία ζητά από τον Λούι το κεφάλι του Γκοστ Ντογκ επί πίνακι…
    Τέσσερα χρόνια μετά τον αριστουργηματικό Νεκρό, ο Τζιμ Τζάρμους επέστρεψε το 1999 δυναμικά με το Γκοστ Ντογκ: μία μεταμοντέρνα παρωδία των γκαγκστερικών ταινιών, φιλτραρισμένη μέσα από την προσωπική, ιδιοσυγκρασιακή ματιά του δημιουργού. Το παρηκμασμένο αστικό σκηνικό της πρώιμης φιλμογραφίας του συναντιέται εδώ με τις κυρίαρχες θεματικές του Νεκρού: με την παρακμή και φθορά του πολιτισμού μας, με απομονωμένα άτομα που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές της κοινωνίας και στα σημεία των καιρών. Οι ξεπεσμένοι Ιταλοαμερικανοί μαφιόζοι, μεσήλικες, χρεοκοπημένοι, ανίκανοι να πληρώσουν ακόμα και το νοίκι τους, ο γαλλόφωνος παγωτατζής – μοναδικός φίλος του ήρωα – αλλά και ο ίδιος ο Γκοστ Ντογκ, ο οποίος εμμένει αυτοκαταστροφικά σε μία αρχαία παράδοση προκαλώντας τη νέμεσή του, συνιστούν αφηγηματικούς φορείς των εν λόγω προβληματισμών. Με τα λόγια του πρωταγωνιστή: «Εγώ κι ο Λούι καταγόμαστε από διαφορετικές αρχαίες φυλές. Και τώρα είμαστε και οι δύο υπό εξαφάνιση. Καμιά φορά, πρέπει να μένεις πιστός στους αρχαίους τρόπους, της παλιάς σχολής.» Ο κόσμος αλλάζει, μοιάζει να διακηρύττει ο Τζάρμους, και οι παλιές βεβαιότητες εξαφανίζονται γοργά. Το αναπόφευκτο της αλλαγής συμπυκνώνεται στο φινάλε με ένα έξυπνο σχόλιο: τόσο τον Γκοστ Ντογκ όσο και τον Δον της οικογένειας τους διαδέχονται γυναίκες, κόντρα στα έμφυλα στερεότυπα. Δεδομένης της προηγούμενης φιλμογραφίας του δημιουργού, πίσω από αυτή την εμμονή με τη διαρκή μεταβολή και την παρακμή, βλέπει κανείς να ξεπροβάλει ολοκάθαρα ως προβληματισμός η μετανεωτερική έκλειψη του νοήματος και η αποσάθρωση των ουσιοκρατικών φιλοσοφικών στηριγμάτων του Διαφωτισμού.
    Το φιλμ ενσυνείδητα εμπεριέχει αμέτρητα κινηματογραφικά στερεότυπα και κλισέ της λαϊκής κουλτούρας, την οποία δεν διακρίνει από την υψηλή τέχνη, ενώ σφύζει από διακειμενικές αναφορές στις ταινίες του Σκορσέζε για τη Μαφία της Νέας Υόρκης, στο κλασικό γαλλικό νεονουάρ Ο σαμουράι του Μελβίλ (1967) και στο γουέστερν Το τραίνο θα σφυρίξει τρεις φορές (1952). Ο πυρήνας του συνταιριάζει τρεις διαφορετικές κουλτούρες: αφροαμερικανική χιπ-χοπ των γκέτο, ιαπωνική παράδοση της Ανατολής και ιταλοαμερικανική Μαφία, εν είδει πολιτισμικού κολάζ. Αυτός ο παντελώς μεταμοντέρνος σκελετός αναδεικνύει την υποκειμενιστική επιστημολογία του δημιουργού, υποστηρίζοντας και συμβαδίζοντας με επιμέρους ευρήματα ανάλογου προσανατολισμού: σημαντικό ρόλο στην πλοκή παίζει το Ρασομόν – ο μοντερνιστικός λογοτεχνικός θρήνος για την υποκειμενικότητα της αντίληψης, στον οποίον στηρίχθηκε η ομώνυμη ταινία του Ακίρα Κουροσάβα –, ο πρωταγωνιστής και ο παγωτατζής δεν κατανοούν ποτέ ο ένας τη γλώσσα του άλλου αλλά πάντα συνεννοούνται άψογα, ενώ το προ οκταετίας περιστατικό μέσω του οποίου συνδέθηκαν ο Γκοστ Ντογκ και ο Λούι σφυρηλάτησε έναν ακατάλυτο δεσμό μεταξύ τους, παρόλο που το θυμούνται με εντελώς διαφορετικό, αντιθετικό τρόπο.
     Η ταινία φαίνεται επίσης να σχολιάζει τη φυλετική διαίρεση μεταξύ λευκών κυρίων και μαύρων δούλων, σε ένα περιβάλλον όπου η μαύρη κουλτούρα των γκέτο είναι η μόνη ζωντανή και ακμαία από τις εικονιζόμενες. Έτσι, ο Αφροαμερικανός Γκοστ Ντογκ είναι ακόλουθος του λευκού Λούι, οι λευκοί χαρακτήρες εκφράζουν τακτικά ρατσιστικές απόψεις, ενώ οι δύο λευκοί κυνηγοί πυροβολούν μία μαύρη αρκούδα «επειδή δεν έχουν απομείνει πολλές τέτοιες ζωντανές». Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Νεκρό, το στοιχείο της φυλετικής σύγκρουσης που πυροδοτεί αναίτια βία και αναδεικνύει την προοπτική καταπιεσμένων ομάδων για την Ιστορία και τον κόσμο, εδώ μοιάζει το πλέον αδύναμο στοιχείο της αφήγησης και ανεπαρκώς εναρμονισμένο με τα υπόλοιπα – αυτό είναι ίσως το μοιραίο μειονέκτημα της ταινίας.
    Ως προς τη φόρμα όμως, οι πανταχού παρούσες στο εγχείρημα στιλιστικές πινελιές του Τζάρμους το καθιστούν ένα άρτιο και δεμένο σύνολο. Βλέπουμε ποτισμένες με ιδιόρρυθμο χιούμορ παράλογες καταστάσεις και εκκεντρικούς χαρακτήρες που παραπέμπουν στο σινεμά των Αδελφών Κοέν και του Ντέιβιντ Λιντς, διαρκή ανάμειξη των αφηγηματικών ειδών, μελαγχολική διάθεση, διάχυτη ειρωνία, υπέροχα κινηματογραφημένα μεταβιομηχανικά αστικά τοπία με άψογη χρήση της χρωματικής παλέτας, κομψό καδράρισμα και ευφυή μακρινά πλάνα, ενώ τα παιδικά καρτούν που περιστασιακά παρακολουθούν οι μαφιόζοι αντανακλούν την πλοκή της ταινίας κατά μεταμυθοπλαστικό τρόπο, αναδεικνύοντας παιγνιωδώς την πλαστή φύση του αφηγηματικού κόσμου. Τα σβησίματα μεταξύ των σκηνών – σήμα κατατεθέν του Τζάρμους – αλλά και οι περιστασιακοί μεσότιτλοι με λυρικά αποσπάσματα από το μεσαιωνικό εγχειρίδιο των σαμουράι που σχολιάζουν εμμέσως τα δρώμενα, κατακερματίζουν εσκεμμένα την αφήγηση σε μία συρραφή ημιανεξάρτητων επεισοδίων. Πάνω απ’ όλα, η πρωτότυπη χιπ-χοπ μουσική επένδυση του ράπερ RZA ντύνει ταιριαστά τα εμβόλιμα πλάνα των περιστεριών που πετούν πάνω από την πόλη σε σχηματισμούς, παρέχοντας διαλείμματα γαλήνης από την περιβάλλουσα βία, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δίνει τον ρυθμό στις κινήσεις της κάμερας και στο συγκοπτόμενο μοντάζ. Ευρύτερα, η βασισμένη στη δειγματοληψία ετερόκλητων πηγών και στους ηχητικούς βρόχους χιπ-χοπ μουσική φόρμα συντονίζεται άψογα με την κινηματογραφική αισθητική του στηριγμένου σε διακειμενικές αναφορές μεταμοντέρνου αφηγηματικού κολάζ. Τέλος, το τέμπο εδώ δεν είναι τόσο νωχελικό όσο στον Νεκρό, το φιλμ παραμένει όμως πολύ βραδύκαυστο και πιο χαρακτηροκεντρικό σε σχέση με ένα τυπικό χολιγουντιανό γκαγκστερικό έπος ή συμβατικό νεονουάρ.
    Οι εξαιρετικές ερμηνείες ενισχύουν περαιτέρω το εγχείρημα, ιδιαίτερα στις σκηνές όπου παρακολουθεί κανείς τον πρωταγωνιστή εν ώρα εργασίας, άνετο, μεθοδικό και αποτελεσματικό, εν ώρα εκπαίδευσης, ή απλώς όταν αλληλεπιδρά απόμακρα με ένα κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο είναι παντελώς ξένος. Ο Τζάρμους αξιοποιεί τους διαλόγους, τις υποπλοκές, την κινησιολογία και τις εκφράσεις του Γουάιτακερ, με την επιβλητική και ογκώδη παρουσία του στο καρέ, για να πλάσει έναν πειθαρχημένο χαρακτήρα που επικοινωνεί με τη φύση, ευαίσθητο και μοναχικό, έναν απομονωμένο διανοούμενο παθιασμένο με τα απλά πράγματα, με πλήρη έλεγχο του νου και του σώματός του, σεβαστό από όλους αλλά ανοιχτό σε κανέναν. Ένας δολοφόνος-ασκητής με ισχυρή αίσθηση τιμής, ένα λείψανο περασμένων εποχών, ο Γκοστ Ντογκ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις κωμικές καρικατούρες των μαφιόζων και ενσαρκώνει τον απόλυτο τζαρμουσιανό πρωταγωνιστή: αποκομμένος από τον νεωτερικό κόσμο, από τη φυλή του, από κάθε αίσθηση κοινότητας, συνιστά και μόνο με την παρουσία του ένα σχόλιο επάνω στη φθορά, την αλλαγή και την απαρχαίωση.
     Ταυτόχρονα, είναι ο ίδιος ένα μεταμοντέρνο, συγκρητικό κολάζ ταυτοτήτων το οποίο – σχεδόν υπαρξιστικά – έχει συνθέσει για τον εαυτό του: το ατομικό νόημα που εφηύρε ο ίδιος για τη ζωή του αντιδιαστέλλεται με την περιβάλλουσα έλλειψη καθολικού νοήματος. Θα μπορούσε κανείς να επεκτείνει τον εν λόγω συλλογισμό μέχρι το σημείο που ο Τζάρμους να φαίνεται ένας απολογητής της οικειοποίησης του μεταμοντερνισμού από τον φιλελευθερισμό μέσω των πλέον ατομικιστικών πολιτικών ταυτότητας, η εμφανής ειρωνεία της αφήγησης όμως καθιστά εύθραυστη μία τέτοια ανάγνωση – στο κάτω-κάτω, η ταυτότητα που ο Γκοστ Ντογκ έχει κατασκευάσει συναρμολογώντας παράταιρα πολιτισμικά υλικά δεν τον οδηγεί σε κάποιον θρίαμβο, αλλά σε έναν άδοξο και ανούσιο θάνατο. Είναι ένα πολιτισμικό Τέρας του Φρανκενστάιν, εύθραυστο κολάζ από ασύνδετα κομμάτια κουλτούρας που προοικονομεί το ίδιο τον χαμό του.
    Συνολικά, πρόκειται για ένα φιλμ πρωτότυπο, αστείο και ατμοσφαιρικό, σποραδικά ποιητικό, κομψά ενταγμένο και ταυτόχρονα διακριτό από το υπόλοιπο έργο του Τζάρμους. Δεν είναι τόσο βαρυσήμαντο, σουρεαλιστικό, μυσταγωγικό ή διανοητικά φορτισμένο όσο Ο νεκρός, παραμένει όμως εξαιρετικά διασκεδαστικό και ενδιαφέρον. Η ταινία προβλήθηκε σε αρκετά φεστιβάλ του 1999, συμπεριλαμβανομένων των Καννών, αλλά απέτυχε να αποσπάσει βραβεία παρά τη σχετικά θερμή υποδοχή των κριτικών. Σήμερα θεωρείται καλτ διαμάντι του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας για την τρέχουσα ανάρτηση :