ΚΑΦΕΣ ΚΑΙ ΤΣΙΓΑΡΑ
«COFFEE AND CIGARETTES»
Τέσσερα χρόνια μετά το Γκοστ Ντογκ, ο Τζιμ Τζάρμους παρουσιάζει μία ιδιαίτερη, προσωπική ταινία, κινούμενη μεταξύ σπονδυλωτής φάρσας και σινεφίλ πειράματος, επιστρέφοντας στη φόρμα της ανθολογίας για τρίτη φορά – είχαν προηγηθεί Το τραίνο του μυστηρίου (1989) και το Μια νύχτα στον κόσμο (1991). Ο Καφές και τσιγάρα αποτελείται από έντεκα ανεξάρτητα επεισόδια-βινιέτες, με κάποια να έχουν γυριστεί σποραδικά κατά την προηγούμενη εικοσαετία ως ταινίες μικρού μήκους. Κάθε επεισόδιο εκτυλίσσεται σε ένα τραπέζι καφετέριας – εκεί, δύο άτομα, περιστασιακά και τρία, συνομιλούν φυσικότατα για τετριμμένα πράγματα (όπως… ο καφές και το κάπνισμα) ή ανταλλάσσουν παραλογισμούς, πίνοντας τόνους καφέ και καπνίζοντας αδιάκοπα τσιγάρα. Ένα εντυπωσιακό καστ παλιών γνωστών του σκηνοθέτη επανδρώνει το εγχείρημα μπροστά και πίσω από την κάμερα (εμφανίζονται οι Ρομπέρτο Μπενίνι, Στιβ Μπουσέμι, Κέιτ Μπλάνσετ, Ίγκυ Ποπ, Τομ Γουέιτς, Μπιλ Μάρεϊ, Άλφρεντ Μολίνα, RZA, GZA και άλλοι καλλιτέχνες, ενώ κινηματογραφούν τέσσερις διαφορετικοί διευθυντές φωτογραφίας), με ορισμένους ηθοποιούς να υποδύονται μία καρικατούρα του διάσημου εαυτού τους, όσο η παντελής έλλειψη κεντρικού αφηγηματικού ιστού – ακόμα και στοιχειώδους πλοκής σε ορισμένα επεισόδια – χαρίζει έναν αβάν-γκαρντ αέρα στο εγχείρημα. Το μπεκετιανής αύρας τελικό επεισόδιο, σεναριακά ελλειπτικό, αισθητικά ατμοσφαιρικότατο και νοηματικά αδιαπέραστο, επιχειρεί να προσδώσει κάποια ίχνη συνοχής στο σύνολο μέσω της επανάληψης, μα αποτυγχάνει με χάρη, αναδίδοντας αντ’ αυτού μία αυτοτελή, μυστηριακή αίσθηση του θαυμαστού διαποτισμένη από γλυκιά μελαγχολία.
Ως προς το περιεχόμενο, η ανθρώπινη επικοινωνία, αλλά και η αποτυχία της, τοποθετούνται στο επίκεντρο του φιλμ. Ο Τζάρμους, πιστός στη μεταμοντέρνα του προσέγγιση, σχολιάζει τη συνύπαρξη διαφορετικών, έως και αντιτιθέμενων αντιλήψεων για τον κόσμο, αρμονική ή μη, με όχημα την πιο κοινή διαπροσωπική τελετουργία: την πόση του καφέ. Ταυτόχρονα, μέσα από τους διαλόγους και τις αλληλεπιδράσεις των εκκεντρικών χαρακτήρων, στερεότυπα γκρεμίζονται, τα κλισέ ανατρέπονται, η υψηλή και η λαϊκή κουλτούρα γεφυρώνονται, η ορθολογική σκέψη υπονομεύεται, ενώ οι κοινωνικές συμβάσεις αναδεικνύονται ως κατασκευασμένες και λειτουργούν κυρίως ως πηγές αμηχανίας. Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα, το χιούμορ – όχι πάντα πετυχημένο – εμφανίζεται απρόσμενα αλλά τακτικά, ιδιαίτερα όταν τις συνεκτικές συζητήσεις διαδέχονται παραλογισμοί και τούμπαλιν, ή μέσα από ορισμένες αυτοαναφορικές και μεταμυθοπλαστικές υπόνοιες.
Από τεχνική σκοπιά, η ίδια η σπονδυλωτή αφηγηματική δομή ωθεί τώρα στα άκρα το τζαρμουσιανό μοντάζ, με τα σβησίματα μεταξύ ημιανεξάρτητων επεισοδίων, εκφράζοντας πληρέστερα από κάθε άλλη φορά τη μεταμοντέρνα δυσανεξία του δημιουργού στη «μεγάλη αφήγηση» μιας ολιστικής πλοκής. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία συντονίζεται με τα εικονιζόμενα οπτικά μοτίβα – όπως η υφή της σκακιέρας στα περισσότερα τραπεζάκια του καφέ – και συνεπικουρείται από τις περιστασιακά κατακόρυφες γωνίες λήψης, προκειμένου να τονίσει την κεντρική, υπόγεια θεματική του σεναρίου περί αντιτιθέμενων οπτικών γωνιών. Όταν το κάδρο περιέχει κάθετα την επιφάνεια του τραπεζιού, όπου τα δύο διαρκώς μετακινούμενα φλιτζάνια του καφέ συμβολίζουν τους δύο συνομιλητές, αυτοί καταδεικνύονται ως εναλλάξιμοι μα διαφορετικοί, ευρισκόμενοι σε μία de facto κατάσταση παροδικής ισοτιμίας που ο μεταξύ τους διάλογος – φορέας της δημόσιας εικόνας τους, όπως αυτή έχει σχηματιστεί εκτός του περίκλειστου χώρου της καφετέριας, εκτός της σύντομης διασταύρωσής τους – ενδεχομένως υποσκάπτει. Έτσι, παρά τα περιορισμένα σκηνικά και την σχεδόν πλήρως στατική κάμερα, η ταινία παρουσιάζει επαρκές οπτικό ενδιαφέρον.
Συνηθισμένος Τζάρμους δηλαδή, φαινομενικά σε μια από τις πιο ελαφριές και απλές ταινίες της καριέρας του – χωρίς τη στυλιζαρισμένη εκείνη ατμόσφαιρα των αμέσως προηγούμενων δημιουργιών του, αλλά και χωρίς έναν κεντρικό ήρωα, εξόριστο από τον κόσμο μας, να σηκώνει στους ώμους του κάποια κύρια πλοκή εστιασμένη στη σύγκρουση διαφορετικών πολιτισμών, αν και ορισμένα επεισόδια με Αφροαμερικανούς πρωταγωνιστές απηχούν διακριτικά το τόσο τζαρμουσιανό αυτό μοτίβο. Το γεγονός ότι ελάχιστα μόνο από τα επιμέρους φιλμάκια κατορθώνουν να αναπτύξουν κάπως ανάγλυφους χαρακτήρες (κυρίως τα δύο με τον Άλφρεντ Μολίνα και την Κέιτ Μπλάνσετ, η τελευταία σε διπλό ρόλο, υπονομευόμενο δυστυχώς από τη μεγάλη διάρκεια του επεισοδίου), επιτείνει το σεναριακό αδιέξοδο και απωθεί τον όχι και τόσο καλοπροαίρετο θεατή, ιδιαιτέρως όποιον δεν συγκινείται από τις διάσπαρτες, άμεσες ή έμμεσες, δήθεν εστέτ αναφορές στην ποπ μουσική – η συμβατικά μεταμοντέρνα διάθεση για διακειμενικότητα, αυτοαναφορικότητα, ειρωνική αυτοπαρωδία και εξύψωση της λαϊκής κουλτούρας, εδώ μοιάζει κενή περιεχομένου, μια άσκηση στη ματαιότητα, μία μανιέρα που επελέγη από κεκτημένη ταχύτητα.
Από τεχνική σκοπιά, η ίδια η σπονδυλωτή αφηγηματική δομή ωθεί τώρα στα άκρα το τζαρμουσιανό μοντάζ, με τα σβησίματα μεταξύ ημιανεξάρτητων επεισοδίων, εκφράζοντας πληρέστερα από κάθε άλλη φορά τη μεταμοντέρνα δυσανεξία του δημιουργού στη «μεγάλη αφήγηση» μιας ολιστικής πλοκής. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία συντονίζεται με τα εικονιζόμενα οπτικά μοτίβα – όπως η υφή της σκακιέρας στα περισσότερα τραπεζάκια του καφέ – και συνεπικουρείται από τις περιστασιακά κατακόρυφες γωνίες λήψης, προκειμένου να τονίσει την κεντρική, υπόγεια θεματική του σεναρίου περί αντιτιθέμενων οπτικών γωνιών. Όταν το κάδρο περιέχει κάθετα την επιφάνεια του τραπεζιού, όπου τα δύο διαρκώς μετακινούμενα φλιτζάνια του καφέ συμβολίζουν τους δύο συνομιλητές, αυτοί καταδεικνύονται ως εναλλάξιμοι μα διαφορετικοί, ευρισκόμενοι σε μία de facto κατάσταση παροδικής ισοτιμίας που ο μεταξύ τους διάλογος – φορέας της δημόσιας εικόνας τους, όπως αυτή έχει σχηματιστεί εκτός του περίκλειστου χώρου της καφετέριας, εκτός της σύντομης διασταύρωσής τους – ενδεχομένως υποσκάπτει. Έτσι, παρά τα περιορισμένα σκηνικά και την σχεδόν πλήρως στατική κάμερα, η ταινία παρουσιάζει επαρκές οπτικό ενδιαφέρον.
Συνηθισμένος Τζάρμους δηλαδή, φαινομενικά σε μια από τις πιο ελαφριές και απλές ταινίες της καριέρας του – χωρίς τη στυλιζαρισμένη εκείνη ατμόσφαιρα των αμέσως προηγούμενων δημιουργιών του, αλλά και χωρίς έναν κεντρικό ήρωα, εξόριστο από τον κόσμο μας, να σηκώνει στους ώμους του κάποια κύρια πλοκή εστιασμένη στη σύγκρουση διαφορετικών πολιτισμών, αν και ορισμένα επεισόδια με Αφροαμερικανούς πρωταγωνιστές απηχούν διακριτικά το τόσο τζαρμουσιανό αυτό μοτίβο. Το γεγονός ότι ελάχιστα μόνο από τα επιμέρους φιλμάκια κατορθώνουν να αναπτύξουν κάπως ανάγλυφους χαρακτήρες (κυρίως τα δύο με τον Άλφρεντ Μολίνα και την Κέιτ Μπλάνσετ, η τελευταία σε διπλό ρόλο, υπονομευόμενο δυστυχώς από τη μεγάλη διάρκεια του επεισοδίου), επιτείνει το σεναριακό αδιέξοδο και απωθεί τον όχι και τόσο καλοπροαίρετο θεατή, ιδιαιτέρως όποιον δεν συγκινείται από τις διάσπαρτες, άμεσες ή έμμεσες, δήθεν εστέτ αναφορές στην ποπ μουσική – η συμβατικά μεταμοντέρνα διάθεση για διακειμενικότητα, αυτοαναφορικότητα, ειρωνική αυτοπαρωδία και εξύψωση της λαϊκής κουλτούρας, εδώ μοιάζει κενή περιεχομένου, μια άσκηση στη ματαιότητα, μία μανιέρα που επελέγη από κεκτημένη ταχύτητα.
Ωστόσο, ο Καφές και τσιγάρα πρέπει να ιδωθεί ως ένα μινιμαλιστικό φιλμ που μιλά κυρίως στο ασυνείδητο, εστιάζοντας – μονοδιάστατα, αλλά σκόπιμα – στα μικρά πράγματα και στις τετριμμένες στιγμές. Μία άνιση ταινία που την παρακολουθεί κανείς ευχάριστα, για να την ξεχάσει αναπόφευκτα το αμέσως επόμενο λεπτό. Αφού όμως, πρώτα, του έχει δημιουργήσει – με την επαναλαμβανόμενη δομή της, τον νωχελικό ρυθμό της, την απουσία ολικής πλοκής και την εσκεμμένη της ρηχότητα – την ίδια αμηχανία που βιώνουν και οι ετερόκλητοι πρωταγωνιστές καθώς εξαναγκάζονται σε διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις περιορισμένες από τις κοινωνικές συμβάσεις· εκεί ακριβώς κρύβεται, χαμογελώντας σαρδόνια, η μεγαλειώδης φιλοδοξία του εγχειρήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας για την τρέχουσα ανάρτηση :