ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
«BROKEN FLOWERS»
Ο Ντον Τζόνστον, ένας γερασμένος, ευκατάστατος, αλλά συνταξιοδοτημένος και παραιτημένος από τα πάντα Αμερικανός επιχειρηματίας, λάτρης των γυναικών και ορκισμένος εργένης, δέχεται την αμφισβητούμενης γνησιότητας επιστολή μίας ανώνυμης, προ εικοσαετίας ερωμένης του, τη στιγμή που βιώνει με απάθεια έναν ακόμα χωρισμό. Η αποστολέας τον πληροφορεί ότι η σύντομη σχέση τους την άφησε με έναν γιο ο οποίος τώρα αναζητά τον πατέρα του. Παρά τους δισταγμούς του, ο Ντον δέχεται τελικά τις συμβουλές του μοναδικού του φίλου – ενός ενεργητικού Τζαμαϊκανού οικογενειάρχη γείτονά του από την εργατική τάξη, παθιασμένου με τα αστυνομικά μυστήρια – και διασχίζει απ’ άκρη σ’ άκρη τις ΗΠΑ, πάντα με ένα μπουκέτο λουλούδια στο χέρι, επισκεπτόμενος παλιές του συντρόφους μέχρι να συναντήσει τον άγνωστο γιο του…
Μείγμα κομεντί και ταινίας δρόμου, τα Τσακισμένα λουλούδια είναι η πρώτη «κανονική» ταινία του Τζιμ Τζάρμους μετά το μινιμαλιστικό πείραμα του Καφέ και τσιγάρα (2003). Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης αφηγείται με εικόνες και λέξεις μία συμβατική ιστορία την οποία μετατρέπει σε μία στυλιζαρισμένη, θραυσματική τοιχογραφία εκκεντρικών χαρακτήρων και καταστάσεων, διάστικτη από την προσωπική του σφραγίδα, μα πλήρως προσβάσιμη από το ευρύ κοινό. Ένα φιλμ με διακριτικό χιούμορ, χωρίς κλισέ ή μελοδραματικές εξάρσεις, που εκτυλίσσεται κυρίως σε δωμάτια μοτέλ, σε αεροδρόμια και στους ατέλειωτους δρόμους μιας επαρχιακής Αμερικής, όσο ο πρωταγωνιστής οδηγεί νοικιασμένα οχήματα στην καταπράσινη ύπαιθρο ή στα καταθλιπτικά προάστια, ακούγοντας δανεική μουσική. Διαθέτοντας νωχελική ατμόσφαιρα και περιστασιακές ρήξεις της ρεαλιστικής αφήγησης μόνο σε μετρημένες, σποραδικές δόσεις, τα Τσακισμένα λουλούδια μοιάζουν όχι τόσο με μία απόπειρα ενσυνείδητης αποδόμησης της συμβατικής κομεντί και της ταινίας δρόμου – όπως έπραξε ο Νεκρός για το γουέστερν, ή το Γκοστ Ντογκ για το γκανγκστερικό φιλμ – όσο με ένα απρόσμενο υβρίδιο τέτοιων ταινιών με το προηγούμενο έργο του σκηνοθέτη.
Αισθητικά, εδώ έχουμε τα ευφυώς καδραρισμένα, στατικά γενικά πλάνα του Τζάρμους, εξαιρετική έγχρωμη φωτογραφία, τζαζ μουσική υπόκρουση, αργούς ρυθμούς, αμφίσημα δρώμενα, επαναλαμβανόμενα οπτικά σύμβολα, σβησίματα στο μοντάζ μεταξύ των σκηνών – αγαπημένο τρικ του δημιουργού – που σηματοδοτούν χρονικά άλματα και κατακερματίζουν την αφήγηση σε μία συρραφή ημιανεξάρτητων, αλληλοδιαδεχόμενων επεισοδίων. Σποραδικά, η μουσική μετατρέπεται απότομα από εξωδιηγηματική σε διηγηματική, τονίζοντας μεταμυθοπλαστικά την πλαστότητα του αφηγηματικού κόσμου, ενώ η απουσία συγκεκριμένων γεωγραφικών οροσήμων ενισχύει την καθολικότητα της ιστορίας. Ως προς το περιεχόμενο, το ανέκφραστο, λακωνικό μα πάντα υπαινικτικό πρόσωπο του πρωταγωνιστή συνιστά το κέντρο βάρους γύρω από το οποίο περιστρέφονται ατάκτως εριμμένα θραύσματα ανεκπλήρωτων ζωών, σιωπές και βλέμματα γεμάτα νοήματα. Εδώ, όσα δεν λέγονται είναι πολύ πιο ηχηρά απ’ ό,τι δηλώνεται ρητά, ακόμα κι αν έτσι αποσιωπώνται οι λεπτομέρειες. Ο Μπιλ Μάρεϊ, δύο χρόνια μετά την ολική ερμηνευτική του επαναφορά στο βραβευμένο «ταινιάκι» της Σοφίας Κόπολα Χαμένοι στη μετάφραση, απογειώνει την κατατονική του μανιέρα και πλάθει το κωμικοτραγικό πορτρέτο ενός γερασμένου γόη στα πρόθυρα της κατάθλιψης, παραδομένου στη λίμπιντο και πνιγμένου στη μοναξιά. Το καστ που τον πλαισιώνει (Τζέφρι Ράιτ, Σάρον Στόουν, Τζέσικα Λανγκ, Τίλντα Σουίντον, Κλόε Σεβινί) υποστηρίζει άψογα το εγχείρημα. Ο καθένας τους εκμεταλλεύεται πλήρως την ελάχιστη σκηνική του παρουσία ώστε να αποδόσει ένα χαρακτηρολογικό στιγμιότυπο – αναγκαστικά ελλειπτικό, χονδροειδές και ελαφρώς στερεοτυπικό, αλλά ανάγλυφο και απολύτως εξατομικευμένο. Στο υπόβαθρο, διακρίνονται τα ίχνη ενός συγκαλυμμένου – σχεδόν αδιόρατου – σχολιασμού της έμφυλης, της φυλετικής και της ταξικής διαίρεσης στις σύγχρονες ΗΠΑ.
Όπως είναι αναμενόμενο, λύση δεν δίνεται ποτέ – αντικρουόμενες ενδείξεις περί της αλήθειας αλληλοπλέκονται, το «μυστήριο» αποδεικνύεται απλώς πρόφαση, το αινιγματικό φινάλε είναι αμφίσημο και με ίχνη αυτοσυνείδησης (εμφανίζεται στιγμιαία ο πραγματικός γιος του Μπιλ Μάρεϊ). Η μεταμοντέρνα αφήγηση του Τζάρμους λάμπει ξανά μες στην απλότητα και την οικονομία της, αφήνοντας μια αίσθηση επίπονου και ακαθόριστου ψυχικού κενού σε καθέναν από τους χαρακτήρες – κατ’ επέκταση σ’εμάς τους θεατές. Ένα κενό που απορρέει απ’ την αδυναμία απάντησης σε ένα τόσο απλό, τόσο κοινό ερώτημα: τι είναι αυτό για το οποίο αξίζει να ζει κανείς, αφού έχει κερδίσει τα συμβατικά τρόπαια του αμερικανικού ονείρου; Ο δημιουργός σαρκάζει με τακτ τη μεσοαστική ζωή, πάντα με κατανόηση και ανθρωπιά, μοιάζοντας να αντιπροτείνει δειλά μια υπαρξιστική λύση. Ο πρωταγωνιστής ενσαρκώνει μοναδικά τον απομονωμένο, έκπτωτο τζαρμουσιανό ήρωα, ο οποίος τώρα ωθείται ακούσια σε ένα ταξίδι που ίσως τον επαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών και στη ζωή του παρόντος. Το αν εν τέλει το πετυχαίνει δεν το μαθαίνουμε στ’ αλήθεια, αφού το μόνο που ο δημιουργός φωτίζει για εμάς με καθαρότητα είναι ο ανελέητος υπαρξιακός βάλτος του σήμερα. Κι όμως… το τελευταίο πλάνο με το κυκλικό τράβελινγκ της κάμερας γύρω από τον ήρωα, τη μόνη στιγμή που τον βλέπουμε παθιασμένο με κάτι, αφήνει μια διακριτική νότα αισιοδοξίας – ίσως η κρίση μέσης ηλικίας του Ντον να έχει ευτυχές τέλος και η αναζήτηση του νοήματος να καταλήγει σε κάποια θετική μεταμόρφωση, μέσα από την πλήρη εμβύθισή του στο παρόν. Ίσως πάλι όχι· περισσότερη σημασία έχει η ερώτηση, παρά η απάντηση.
Όπως είναι αναμενόμενο, λύση δεν δίνεται ποτέ – αντικρουόμενες ενδείξεις περί της αλήθειας αλληλοπλέκονται, το «μυστήριο» αποδεικνύεται απλώς πρόφαση, το αινιγματικό φινάλε είναι αμφίσημο και με ίχνη αυτοσυνείδησης (εμφανίζεται στιγμιαία ο πραγματικός γιος του Μπιλ Μάρεϊ). Η μεταμοντέρνα αφήγηση του Τζάρμους λάμπει ξανά μες στην απλότητα και την οικονομία της, αφήνοντας μια αίσθηση επίπονου και ακαθόριστου ψυχικού κενού σε καθέναν από τους χαρακτήρες – κατ’ επέκταση σ’εμάς τους θεατές. Ένα κενό που απορρέει απ’ την αδυναμία απάντησης σε ένα τόσο απλό, τόσο κοινό ερώτημα: τι είναι αυτό για το οποίο αξίζει να ζει κανείς, αφού έχει κερδίσει τα συμβατικά τρόπαια του αμερικανικού ονείρου; Ο δημιουργός σαρκάζει με τακτ τη μεσοαστική ζωή, πάντα με κατανόηση και ανθρωπιά, μοιάζοντας να αντιπροτείνει δειλά μια υπαρξιστική λύση. Ο πρωταγωνιστής ενσαρκώνει μοναδικά τον απομονωμένο, έκπτωτο τζαρμουσιανό ήρωα, ο οποίος τώρα ωθείται ακούσια σε ένα ταξίδι που ίσως τον επαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών και στη ζωή του παρόντος. Το αν εν τέλει το πετυχαίνει δεν το μαθαίνουμε στ’ αλήθεια, αφού το μόνο που ο δημιουργός φωτίζει για εμάς με καθαρότητα είναι ο ανελέητος υπαρξιακός βάλτος του σήμερα. Κι όμως… το τελευταίο πλάνο με το κυκλικό τράβελινγκ της κάμερας γύρω από τον ήρωα, τη μόνη στιγμή που τον βλέπουμε παθιασμένο με κάτι, αφήνει μια διακριτική νότα αισιοδοξίας – ίσως η κρίση μέσης ηλικίας του Ντον να έχει ευτυχές τέλος και η αναζήτηση του νοήματος να καταλήγει σε κάποια θετική μεταμόρφωση, μέσα από την πλήρη εμβύθισή του στο παρόν. Ίσως πάλι όχι· περισσότερη σημασία έχει η ερώτηση, παρά η απάντηση.
Η ταινία έκανε γνωστό τον Τζάρμους σε ένα ευρύτερο κοινό, χάρη στην προσβασιμότητά της και στη δημοφιλή περσόνα του Μπιλ Μάρεϊ. Συντονιζόμενη με άλλες θεματολογικά παρεμφερείς ταινίες της εποχής της, όπως το Χαμένοι στη μετάφραση (2003), το Σχετικά με τον Σμιντ (2002) ή το Πλαγίως (2004), αλλά διατηρώντας ατόφια την καλλιτεχνική ιδιορρυθμία του δημιουργού της, κατάφερε να αποσπάσει βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών του 2005 και να κερδίσει μία αξιόλογη εμπορική πορεία στις διεθνείς αίθουσες, παρά την περιορισμένη της επιτυχία στις ΗΠΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας για την τρέχουσα ανάρτηση :