Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Κινηματογράφος: «Ο συνήγορος» (2013)

Ο ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ

«THE COUNSELOR»




    Στις συνοριακές πόλεις μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού, σε μια περιοχή μαστιζόμενη από τα ισπανόφωνα καρτέλ ναρκωτικών και τις αιματηρές δοσοληψίες τους, ο «Συνήγορος» (Μάικλ Φασμπέντερ) είναι ένας δικηγόρος μπλεγμένος με τον τοπικό υπόκοσμο: τον ιδιοκτήτη νυχτερινών κλαμπ Ράινερ (Χαβιέρ Μπαρδέμ) και τον μεσάζοντα Γουέστρεϊ (Μπραντ Πιτ). Ενώ είναι ερωτευμένος με τη Λώρα (Πενέλοπε Κρουζ) και ετοιμάζονται να παντρευτούν, αποφασίζει να συμμετάσχει στην πρώτη του μεγάλη παράνομη δουλειά, μια συμφωνία που έχουν οργανώσει με τα καρτέλ οι Ράινερ και Γουέστρεϊ, αναμένοντας κέρδη εκατομμυρίων δολαρίων. Όταν όμως κάτι πηγαίνει στραβά, εξαιτίας της εμπλοκής της πανέξυπνης, γοητευτικής, αλλά επικίνδυνης και καιροσκόπου Μαλκίνα (Κάμερον Ντίαζ), κοπέλας του Ράινερ με τη δική της ατζέντα, ο ήρωας αναγκάζεται να έρθει προσωπικά αντιμέτωπος με την απάνθρωπη βία των καρτέλ και με τις συνέπειες των επιλογών του.
    Μια εξαετία μετά τη μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους (2007) των Αδελφών Κοέν, διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματός του, ο Αμερικανός συγγραφέας Κόρμακ Μακάρθι βλέπει ένα πρωτότυπο σενάριό του να μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από τον αριστοτέχνη της κάμερας Ρίντλεϊ Σκοτ – εμφανώς εξαντλημένου ύστερα από ένα σερί τριών αμφιλεγόμενων ταινιών που δικαίως απέσπασαν χλιαρές κριτικές (Η πλεκτάνη το 2008, Ρομπέν των δασών το 2010, Προμηθέας το 2012). Το εικαστικό χάρισμα του Σκοτ και το ταλέντο του στην επιλογή κατάλληλου επιτελείου συνεργατών λάμπουν και συντονίζονται άψογα με το απολύτως λογοτεχνικό σενάριο του Μακάρθι, με μία αύρα αποτρόπαιου εξωτισμού, προερχόμενη από την πραγματική δικτατορία των καρτέλ εκατέρωθεν των συνόρων (αποκεφαλισμοί, πόλεμοι συμμοριών, συστηματοποιημένη διακίνηση ναρκωτικών, μαζικές εξαφανίσεις γυναικών) και από φανταστικές προεκτάσεις της (συσκευές αποκεφαλισμού υψηλής τεχνολογίας σε χρήση απ’ τον υπόκοσμο, ταινίες σναφ), να βασιλεύει στο υπόβαθρο της αφήγησης.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Λογοτεχνία: «Ο δρόμος» (2006)

Ο ΔΡΟΜΟΣ

«THE ROAD»



«Η σιωπή. Η ξεραΐλα που ανάβλυζε απ' τη γη. Οι λασπωμένες μορφές πλημμυρισμένων πόλεων που 'χαν καεί ως εκεί που φτάναν τα νερά. Σ' ένα σταυροδρόμι ένας τόπος με ογκόλιθους όπου τα διαβασμένα οστά χρησμοδοτών κείτονταν μουχλιασμένα. Ήχος κανείς, μόνο ο άνεμος. Και τι να πεις; Τις πρόφερε άνθρωπος αυτές τις λέξεις; Έξυσε ένα φτερό με τον χαρτοκόπτη του για να γράψει αυτά τα πράγματα σε κορμό ή σε κάρβουνο; Σε κάποια αναγνωρίσιμη στιγμή θεμελιωμένη; Έρχεται να μου κλέψει τα μάτια. Να μου σφραγίσει τα χείλη με χώμα.» (μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ)



    Ένας ανώνυμος πατέρας και ο μικρός του γιος ταξιδεύουν σε μια εδώ και καιρό κατεστραμμένη γη, σκεπασμένη από τη στάχτη και τα ματωμένα ερείπια του πολιτισμού, προσπαθώντας να αποφύγουν τον επελαύνοντα χειμώνα και να καταφύγουν στον θερμότερο Νότο. Μόνα τους εφόδια, ένας σκισμένος χάρτης κι ένα καρότσι με ισχνά λάφυρα από το πτώμα της προκατακλυσμιαίας Ανθρωπότητας. Στην πορεία τους θα συναντήσουν περιστασιακά άλλους μεμονωμένους πρόσφυγες, επικίνδυνους επιζήσαντες επιδιδόμενους στον κανιβαλισμό και στη λεηλασία. Σ' αυτό τον ατελείωτο εφιάλτη, όπου ο φόβος του Άλλου συνιστά την απόλυτη σταθερά, η μεταξύ τους αφοσίωση είναι το μόνο που τους κρατά ζωντανούς.
    Ο Κόρμακ Μακάρθι, στην τελευταία φάση πλέον της συγγραφικής του καριέρας, στην Αμερική του Πολέμου της Τρομοκρατίας και της κατοχής του Ιράκ μετά την Ενδεκάτη Σεπτεμβρίου, επιλέγει ένα μεταποκαλυπτικό φόντο για το νέο του βιβλίο και διαλέγει να ξετυλίξει μια αφήγηση σημαντικά όμοια με το γνωστότερο μυθιστόρημά του, τον Ματωμένο μεσημβρινό (1985). Το ιστορικό σκηνικό των συνόρων ΗΠΑ - Μεξικού του 1850 εδώ έχει αντικατασταθεί από έναν μελλοντικό μεταποκαλυπτικό κόσμο, μα και στις δύο περιπτώσεις παρακολουθούμε το ταξίδι των πρωταγωνιστών σε μια ατέρμονη υπαίθρια κόλαση. Και στις δύο περιπτώσεις η πλοκή διαπερνάται από μία απαισιόδοξη, χομπσιανή αντίληψη περί της ανθρώπινης φύσης, ως εγγενώς εστιασμένης στον άνευ όρων ανταγωνισμό των ατόμων και στον καθολικό πόλεμο όλων εναντίον όλων. Όμως, καθώς στον Δρόμο τα κίνητρα των πρωταγωνιστών περιορίζονται αποκλειστικά στην αυτοπροστασία και στην επιβίωση με κάθε μέσο, είναι δηλαδή ορθολογικά, γινόμαστε μάρτυρες σε μία κάπως καθαρότερη απεικόνιση της αυθεντικής χομπσιανής περιγραφής της υποθετικής «φυσικής κατάστασης»: μιας αέναης μάχης όπου η βιολογική ορμή για αυτοσυντήρηση διαμορφώνεται σε βούληση επιβολής άνευ όρων και απειλεί τελικά την Ανθρωπότητα με αφανισμό.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Λογοτεχνία: «Ματωμένος μεσημβρινός» (1985)

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ

«BLOOD MERIDIAN»



«Κανείς τους δεν μιλούσε. Ήταν άντρες απ' άλλη εποχή κι ας έφεραν ονόματα χριστιανικά και είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή στις ερημιές όπως και οι πατέρες τους. Είχαν μάθει από πόλεμο πολεμώντας, γενιές ολόκληρες κυνηγημένες απ' την ανατολική ακτή στην άλλη άκρη της ηπείρου, απ' τις στάχτες του Γκνάντενχουτεν ίσαμε τα λιβάδια και την έξοδο προς τους δρυμούς της Δύσης. Ακόμα κι αν υπήρχαν ένα σωρό μυστήρια στον κόσμο τα όρια του συγκεκριμένου κόσμου δεν ήταν μυστηριώδη, διότι δεν είχε μετρημό και σύνορο και περιείχε εντός του πλάσματα ακόμα πιο φριχτά κι άντρες άλλων χρωμάτων και όντα που άνθρωπος δεν έχει αντικρίσει ποτέ κι ωστόσο όχι ξένα, ή όχι περισσότερο απ' όσο ένιωθαν ξένες τις καρδιές τους τις ίδιες, μ' ό,τι ερημιά περιείχαν κι ό,τι θηρία.» (μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ)



    1849. Νοτιοδυτικές ΗΠΑ και βόρειο Μεξικό. Το Παιδί, ένας αγράμματος έφηβος επιρρεπής στις βαρβαρότητες και στην αλόγιστη βία, περιπλανάται στη βορειοαμερικανική έρημο παραδέρνοντας μεταξύ Τέξας και Μεξικού μεθώντας, καυγαδίζοντας, κλέβοντας. Οι περιπέτειές του θα τον οδηγήσουν να ενταχθεί σε μία συμμορία μισθοφόρων κυνηγών κεφαλών οι οποίοι συλλέγουν ινδιάνικα σκαλπ, με φόντο έναν φρικτό κόσμο κτηνώδους βίας και διάχυτου ρατσισμού, όπου Αμερικανοί, Μεξικανοί και Ινδιάνοι αλληλοσπαράζονται χωρίς κανένα δισταγμό.
    Ο Αμερικανός Κόρμακ Μακάρθι, έχοντας ήδη στην πλάτη του συγγραφική πορεία είκοσι ετών, δημοσίευσε το 1985 το πιο αναγνωρισμένο του μυθιστόρημα, ένα αναθεωρητικό και αντιηρωικό γουέστερν στηριγμένο σε αληθινά συμβάντα. Ο Ματωμένος μεσημβρινός, ή το κόκκινο του δειλινού στη Δύση πραγματεύεται κατά βάση το ίδιο θέμα με όλη σχεδόν την ύστερη εργογραφία του Μακάρθι, την ανθρώπινη μοχθηρία ως δύναμη της φύσης, με ακραία χομπσιανούς όρους καθολικού πολέμου όλων εναντίον όλων. Το επαναλαμβανόμενο στην εισαγωγή λεκτικό μεταφορικό σχήμα των «ματιών σαν κλουβιά» και η μεταγενέστερη παρατήρηση πως οι πρωταγωνιστές «δεν έχουν περισσότερη συντροφικότητα από ένα τσούρμο πιθήκων» συνοψίζουν αυτή την κοσμοθεωρία των ατόμων ως απομονωμένων ψυχικών νησίδων, ενώ οι τακτικά επανερχόμενες σκηνές νοσηρής βίας και φρίκης, σταθερά στην επικράτεια του γκροτέσκου και μοιάζοντας με ευφάνταστα ευρήματα σπλάτερ ταινίας τρόμου, υπογραμμίζουν τις συνέπειες της αλληλεπίδρασης μεταξύ τέτοιων ατόμων. Η ιδιόρρυθμη γραφή του Μακάρθι – κοφτή, λακωνική, τεταμένη, με ενίοτε βιβλικό ύφος και ενσωματωμένους τους διαλόγους στην αφήγηση (εκλείπουν παντελώς παύλες και εισαγωγικά) – μεταφέρει στον αναγνώστη το παράδοξα κλειστοφοβικό κλίμα ενός τέτοιου περιβάλλοντος, όπου ο υπαρξιακός τρόμος μοιάζει να συνιστά την πρώτη ύλη της Δημιουργίας. Ως αντιστάθμισμα, τα στιγμιότυπα μακροπερίοδου και λυρικού λόγου βοηθούν στην ανάγλυφη και γοητευτική οικοδόμηση ενός, κατά τ' άλλα, απωθητικού αφηγηματικού κόσμου, παρουσιάζοντας μία παρατακτική και άστικτη σύνταξη σχεδιασμένη να αντανακλά το αιώνια μετακινούμενο και πουθενά τερματιζόμενο Σύνορο των ανοικτών οριζόντων, εκείνο το φευγαλέο άγιο δισκοπότηρο των πιονέρων της Δύσης στο όνομα του οποίου κάθε φόνος δικαιολογείται και κάθε βαρβαρότητα φαντάζει μονόδρομος.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Κινηματογράφος: «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» (2007)

ΚΑΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥΣ

«NO COUNTRY FOR OLD MEN»




    Το καλοκαίρι του 1980, στην έρημο του Τέξας κοντά στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό, ένας άνεργος βετεράνος του Πολέμου του Βιετνάμ (Τζος Μπρόλιν) βρίσκει τα νεκρά απομεινάρια μίας συναλλαγής μεταξύ συμμοριών διακίνησης ναρκωτικών που πήγε στραβά και έναν σάκο με 2 εκατομμύρια δολάρια. Αποφασίζει να υποκλέψει τα χρήματα αντί να ειδοποιήσει τις Αρχές, αλλά σύντομα στο κατόπι του βρίσκονται Μεξικανοί συμμορίτες, ο τοπικός, ηλικιωμένος και λακωνικός Σερίφης (Τόμι Λι Τζόουνς) που αδυνατεί να κατανοήσει την παράλογη βία της νέας εποχής που ανατέλλει, καθώς και ένας ανεξέλεγκτος, ψυχοπαθής επαγγελματίας δολοφόνος (Χαβιέρ Μπαρδέμ) που προσελήφθη για να ανακτήσει τον σάκο, αλλά λειτουργεί με τους δικούς του, αιματοβαμμένους κανόνες.
    Οι Αδελφοί Κοέν επιστρέφουν σε φόρμα μετά την εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία της Αβάσταχτης γοητείας (2003) και της Συμμορίας των πέντε (2004), με σταθερούς συνεργάτες τους πίσω αλλά όχι μπροστά από την κάμερα, μεταφέροντας πιστά στην οθόνη ένα μυθιστόρημα του συγγραφέα Κόρμακ Μακάρθι και κατορθώνοντας να το οικειοποιηθούν πλήρως. Μείγμα βραδύκαυστου αστυνομικού θρίλερ και νεογουέστερν με αντισυμβατική αφηγηματική δόμηση και αναφορές στο σινεμά του Χίτσκοκ και του Πέκινπα, το Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους συνιστά στον πυρήνα του μια λιτή ελεγεία για την αθωότητα που χάνεται και ένα σχόλιο για την εγγενή βία των δυτικών κοινωνιών, που ανέρχεται στην επιφάνεια των μετανεωτερικών μητροπόλεων με τη μορφή μιας παράλογης, διάχυτης νοσηρότητας. Δεν είναι καθόλου τυχαία η τοποθέτηση της πλοκής στο 1980, όταν η πρωτοφανής αύξηση της εγκληματικότητας στα αστικά κέντρα των ΗΠΑ – στον απόηχο της οικονομικής κρίσης, του Βιετνάμ και των κοινωνικών ταραχών του ‘70 – ήταν ακόμα καινούργιο φαινόμενο, ούτε ότι ο χαρακτήρας του Σερίφη, τελείως παρασκηνιακός ρόλος στα πρώτα δύο τρίτα του φιλμ, είναι τελικά αυτός που δίνει τον τίτλο της στην ταινία και τον τόνο στο πεσιμιστικό φινάλε.