« Οι σοσιαλιστές κυβερνούν ακόμα τη χώρα, μας έφτιαξαν μετρό και μερικές κεντρικές αρτηρίες για να το βουλώσουμε. Δεν το βάλαμε κάτω: σχεδιάσαμε αφίσες για την κατάληψη της Αττικής Οδού. Βάψαμε τις προσόψεις μερικών τραπεζών με φλούο χρώματα. Μερικοί νομίζουν ακόμα ότι αστειευόμαστε. Ότι μια επανάσταση που βασίζεται σε χρώματα, μουσική και απαιτήσεις για καλύτερη ζωή είναι παιδαριώδης. Παράξενα χρόνια για αντίδραση στην Ελλάδα: το κεφάλαιο ήταν πολύ φρέσκο, τα εύκολα λεφτά ξελόγιαζαν ανθρώπους. Έτσι αρχίσαμε να συμμετέχουμε σε πορείες διαμαρτυρίας χορτασμένων χωρών που ήξεραν καλύτερα τι σημαίνει να πνίγεσαι στα λεφτά. Το ’98, στη συνάντηση κορυφής της Γενεύης, ο Καγιό με μερικούς άλλους αναποδογύρισε τη Μερσεντές του διευθυντή της Γενικής Τράπεζας και περάσαμε δύο βράδια στο κρατητήριο. Το ’99 στριμωχτήκαμε σ’ ένα πούλμαν επί μέρες μόνο και μόνο για να σφίξουμε τα χέρια των Ζαπατίστας, των μελών του ινδικού KRRS, των ακτημόνων του Μπαγκλαντές, που διαμαρτύρονταν για τα χρέη του Τρίτου Κόσμου, τα γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα και την αποικιοποίηση του Νότου. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς πήγαμε στη Νιγηρία για να φωνάξουμε συνθήματα εναντίον των πετρελαϊκών εταιρειών, για να υποδεχτούμε μαζί με χιλιάδες λαό τον Όουεν Ουίουα που είχε εκδιωχθεί από τον δικτάτορα στρατηγό Άμπακα και γύριζε πλέον στην πατρίδα του. Μετά από πολλούς δισταγμούς πήγα στην Ικέτζα, βρήκα το πατρικό μου, το έδειξα στον Καγιό. Χαζέψαμε για λίγο τα λευκά παιδάκια που παίζαν στην αυλή. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Πέντε μήνες αργότερα ήταν το Σιάτλ. Ο Καγιό κι εγώ ξερνούσαμε αγκαλιά στα οδοφράγματα. Ποτέ δεν είχαμε εισπνεύσει τόσα δακρυγόνα. Ήταν όμως μια ιδανική στιγμή, χωρίς κεντρικές επιτροπές, αρχηγούς, δόγμα. Από μέσα μου έλεγα “να που γίνεται, Άννα, να που γίνεται.” Αδύνατον να ακολουθήσω τις τελευταίες της συμβουλές. Να ζήσω σαν αμοιβάδα.»
Δύο κοπέλες της μεσαίας τάξης μα διαφορετικών καταβολών, ξένες και οι δύο στη μεταπολιτευτική Αθήνα του 1976, γνωρίζονται τυχαία στο σχολείο τους και συνάπτουν μία επώδυνη φιλία δεκαετιών. Η όμορφη, εξωστρεφής, εγωκεντρική, κτητική και απαιτητική Άννα, μια γεννημένη «αρχηγός» που έχει ανάγκη χειροκροτητές, είναι κόρη αριστερών διανοούμενων που επέστρεψαν στην Ελλάδα από το Παρίσι μετά την πτώση της Χούντας. Η πιο συγκρατημένη και χαμηλών τόνων αφηγήτρια Μαρία, μια γεννημένη «οπαδός» που χρειάζεται οράματα και πρότυπα προς μίμηση, είναι κόρη στελέχους πετρελαϊκής εταιρείας που η οικογένειά της μόλις επέστρεψε από τη Νιγηρία. Στον παροντικό χρόνο της αφήγησης, το 2002, οι δύο κάποτε αχώριστες φίλες ξαναβρίσκονται τυχαία ύστερα από επτά χρόνια χωρίς επαφή, μετά από ένα τραυματικό γεγονός που διέκοψε τη σχέση τους. Η Μαρία τώρα είναι ζωγράφος, πολιτική ακτιβίστρια και συγκατοικεί με έναν Γάλλο ομοφυλόφιλο στα Εξάρχεια, ενώ οι γονείς της την πιέζουν να κάνει οικογένεια. Η Άννα έχει εγκαταλείψει την πολιτική, έχει παντρευτεί έναν πάμπλουτο αρχιτέκτονα και, καλά προσαρμοσμένη πλέον στη μεγαλοαστική ζωή, μόλις επέστρεψε στην Αθήνα από τη Γαλλία. Η συνάντησή τους θα ξετυλίξει το παρελθόν και θα απελευθερώσει απωθημένα συναισθήματα, με φόντο κοινωνικές αναταράξεις στην ασθμαίνουσα «ισχυρή Ελλάδα» του «Εκσυγχρονισμού».
Δια χειρός Αμάντας Μιχαλοπούλου, φιλολόγου της γαλλικής με το λογοτεχνικό της ντεμπούτο στη δεκαετία του 1990, έχουμε ένα σύγχρονο, «γυναικείο» μυθιστόρημα του 2003, όχι «φιλόδοξο», όχι «πειραματικό», μα απολύτως ενδιαφέρον. Σε πρώτο πλάνο, η πανίσχυρη μα αντιφατική σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοσπαραγμού, αγάπης και φθόνου, στοργής και ανταγωνισμού, μεταξύ δύο «καλύτερων φιλενάδων», από τα παιδικά τους χρόνια ως τον ενήλικο βίο. Στη φιλία αυτή, τέχνη, πολιτική και συναισθήματα συναρθρώνονται σε ένα εύφλεκτο μείγμα. Το υπόβαθρο είναι μία νεοελληνική εικοσιπενταετία Μεταπολίτευσης, από την πρώτη, καραμανλική εποχή της παλινορθωμένης «δημοκρατίας», όταν ένα ακόμα ζωντανό εργατικό κίνημα χαροπάλευε στα θολά νερά μεταξύ μαρξισμού και σοσιαλδημοκρατίας, ποντάροντας τελικά στο νεαρό ΠΑΣΟΚ ως εγγυητή της κοινωνικής ομαλότητας, μέχρι την περίοδο του σημιτικού Εκσυγχρονισμού και του ολοκαίνουργιου μετρό των Αθηνών, όταν το ανέκδοτο είχε πλέον πάψει από καιρό να είναι αστείο και η τηλεοπτική εικόνα της «εξευρωπαϊσμένης», ολυμπιακής μητρόπολης άτσαλα έκρυβε χιλιάδες τραγωδίες. Η συγγραφέας, ασχέτως των προσωπικών της θέσεων, εκμεταλλεύεται ένα εύρος ριζοσπαστικών αναφορών κυμαινόμενων από τις μαχητικές εγχώριες διαδηλώσεις του ‘70 ως το Σιάτλ του ’99, από τον Μάνο Λοΐζο μέχρι τον Μάρεϋ Μπούκτσιν, από τον Ζαν Πωλ Σαρτρ ως τον Κορνήλιο Καστοριάδη και από τους καταστασιακούς του Γαλλικού Μάη ως τον σύγχρονο μεταριστερό και εξεγερτικό αναρχισμό. Έτσι, αξιοποιεί τους χαρακτήρες και τις διασταυρούμενες προσωπικές διαδρομές τους ως όχημα τόσο για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με το παλιό που ξεψυχά, όσο και για να εισαγάγει τον αναγνώστη στο καινούργιο που αχνά προβάλλει. Όμως οι εποχές έχουν αλλάξει, οι παλιοί ρόλοι έχουν ανατραπεί και το φινάλε, με φόντο μια μυθοπλαστική εξέγερση τοπικής κοινωνίας, θα δώσει οριστικά στην ώριμη ενηλικίωση το σκούρο χρώμα του αίματος.