Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Κινηματογράφος: «Ο συνήγορος» (2013)

Ο ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ

«THE COUNSELOR»




    Στις συνοριακές πόλεις μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού, σε μια περιοχή μαστιζόμενη από τα ισπανόφωνα καρτέλ ναρκωτικών και τις αιματηρές δοσοληψίες τους, ο «Συνήγορος» (Μάικλ Φασμπέντερ) είναι ένας δικηγόρος μπλεγμένος με τον τοπικό υπόκοσμο: τον ιδιοκτήτη νυχτερινών κλαμπ Ράινερ (Χαβιέρ Μπαρδέμ) και τον μεσάζοντα Γουέστρεϊ (Μπραντ Πιτ). Ενώ είναι ερωτευμένος με τη Λώρα (Πενέλοπε Κρουζ) και ετοιμάζονται να παντρευτούν, αποφασίζει να συμμετάσχει στην πρώτη του μεγάλη παράνομη δουλειά, μια συμφωνία που έχουν οργανώσει με τα καρτέλ οι Ράινερ και Γουέστρεϊ, αναμένοντας κέρδη εκατομμυρίων δολαρίων. Όταν όμως κάτι πηγαίνει στραβά, εξαιτίας της εμπλοκής της πανέξυπνης, γοητευτικής, αλλά επικίνδυνης και καιροσκόπου Μαλκίνα (Κάμερον Ντίαζ), κοπέλας του Ράινερ με τη δική της ατζέντα, ο ήρωας αναγκάζεται να έρθει προσωπικά αντιμέτωπος με την απάνθρωπη βία των καρτέλ και με τις συνέπειες των επιλογών του.
    Μια εξαετία μετά τη μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους (2007) των Αδελφών Κοέν, διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματός του, ο Αμερικανός συγγραφέας Κόρμακ Μακάρθι βλέπει ένα πρωτότυπο σενάριό του να μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από τον αριστοτέχνη της κάμερας Ρίντλεϊ Σκοτ – εμφανώς εξαντλημένου ύστερα από ένα σερί τριών αμφιλεγόμενων ταινιών που δικαίως απέσπασαν χλιαρές κριτικές (Η πλεκτάνη το 2008, Ρομπέν των δασών το 2010, Προμηθέας το 2012). Το εικαστικό χάρισμα του Σκοτ και το ταλέντο του στην επιλογή κατάλληλου επιτελείου συνεργατών λάμπουν και συντονίζονται άψογα με το απολύτως λογοτεχνικό σενάριο του Μακάρθι, με μία αύρα αποτρόπαιου εξωτισμού, προερχόμενη από την πραγματική δικτατορία των καρτέλ εκατέρωθεν των συνόρων (αποκεφαλισμοί, πόλεμοι συμμοριών, συστηματοποιημένη διακίνηση ναρκωτικών, μαζικές εξαφανίσεις γυναικών) και από φανταστικές προεκτάσεις της (συσκευές αποκεφαλισμού υψηλής τεχνολογίας σε χρήση απ’ τον υπόκοσμο, ταινίες σναφ), να βασιλεύει στο υπόβαθρο της αφήγησης.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Λογοτεχνία: «Ο δρόμος» (2006)

Ο ΔΡΟΜΟΣ

«THE ROAD»



«Η σιωπή. Η ξεραΐλα που ανάβλυζε απ' τη γη. Οι λασπωμένες μορφές πλημμυρισμένων πόλεων που 'χαν καεί ως εκεί που φτάναν τα νερά. Σ' ένα σταυροδρόμι ένας τόπος με ογκόλιθους όπου τα διαβασμένα οστά χρησμοδοτών κείτονταν μουχλιασμένα. Ήχος κανείς, μόνο ο άνεμος. Και τι να πεις; Τις πρόφερε άνθρωπος αυτές τις λέξεις; Έξυσε ένα φτερό με τον χαρτοκόπτη του για να γράψει αυτά τα πράγματα σε κορμό ή σε κάρβουνο; Σε κάποια αναγνωρίσιμη στιγμή θεμελιωμένη; Έρχεται να μου κλέψει τα μάτια. Να μου σφραγίσει τα χείλη με χώμα.» (μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ)



    Ένας ανώνυμος πατέρας και ο μικρός του γιος ταξιδεύουν σε μια εδώ και καιρό κατεστραμμένη γη, σκεπασμένη από τη στάχτη και τα ματωμένα ερείπια του πολιτισμού, προσπαθώντας να αποφύγουν τον επελαύνοντα χειμώνα και να καταφύγουν στον θερμότερο Νότο. Μόνα τους εφόδια, ένας σκισμένος χάρτης κι ένα καρότσι με ισχνά λάφυρα από το πτώμα της προκατακλυσμιαίας Ανθρωπότητας. Στην πορεία τους θα συναντήσουν περιστασιακά άλλους μεμονωμένους πρόσφυγες, επικίνδυνους επιζήσαντες επιδιδόμενους στον κανιβαλισμό και στη λεηλασία. Σ' αυτό τον ατελείωτο εφιάλτη, όπου ο φόβος του Άλλου συνιστά την απόλυτη σταθερά, η μεταξύ τους αφοσίωση είναι το μόνο που τους κρατά ζωντανούς.
    Ο Κόρμακ Μακάρθι, στην τελευταία φάση πλέον της συγγραφικής του καριέρας, στην Αμερική του Πολέμου της Τρομοκρατίας και της κατοχής του Ιράκ μετά την Ενδεκάτη Σεπτεμβρίου, επιλέγει ένα μεταποκαλυπτικό φόντο για το νέο του βιβλίο και διαλέγει να ξετυλίξει μια αφήγηση σημαντικά όμοια με το γνωστότερο μυθιστόρημά του, τον Ματωμένο μεσημβρινό (1985). Το ιστορικό σκηνικό των συνόρων ΗΠΑ - Μεξικού του 1850 εδώ έχει αντικατασταθεί από έναν μελλοντικό μεταποκαλυπτικό κόσμο, μα και στις δύο περιπτώσεις παρακολουθούμε το ταξίδι των πρωταγωνιστών σε μια ατέρμονη υπαίθρια κόλαση. Και στις δύο περιπτώσεις η πλοκή διαπερνάται από μία απαισιόδοξη, χομπσιανή αντίληψη περί της ανθρώπινης φύσης, ως εγγενώς εστιασμένης στον άνευ όρων ανταγωνισμό των ατόμων και στον καθολικό πόλεμο όλων εναντίον όλων. Όμως, καθώς στον Δρόμο τα κίνητρα των πρωταγωνιστών περιορίζονται αποκλειστικά στην αυτοπροστασία και στην επιβίωση με κάθε μέσο, είναι δηλαδή ορθολογικά, γινόμαστε μάρτυρες σε μία κάπως καθαρότερη απεικόνιση της αυθεντικής χομπσιανής περιγραφής της υποθετικής «φυσικής κατάστασης»: μιας αέναης μάχης όπου η βιολογική ορμή για αυτοσυντήρηση διαμορφώνεται σε βούληση επιβολής άνευ όρων και απειλεί τελικά την Ανθρωπότητα με αφανισμό.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Λογοτεχνία: «Ματωμένος μεσημβρινός» (1985)

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ

«BLOOD MERIDIAN»



«Κανείς τους δεν μιλούσε. Ήταν άντρες απ' άλλη εποχή κι ας έφεραν ονόματα χριστιανικά και είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή στις ερημιές όπως και οι πατέρες τους. Είχαν μάθει από πόλεμο πολεμώντας, γενιές ολόκληρες κυνηγημένες απ' την ανατολική ακτή στην άλλη άκρη της ηπείρου, απ' τις στάχτες του Γκνάντενχουτεν ίσαμε τα λιβάδια και την έξοδο προς τους δρυμούς της Δύσης. Ακόμα κι αν υπήρχαν ένα σωρό μυστήρια στον κόσμο τα όρια του συγκεκριμένου κόσμου δεν ήταν μυστηριώδη, διότι δεν είχε μετρημό και σύνορο και περιείχε εντός του πλάσματα ακόμα πιο φριχτά κι άντρες άλλων χρωμάτων και όντα που άνθρωπος δεν έχει αντικρίσει ποτέ κι ωστόσο όχι ξένα, ή όχι περισσότερο απ' όσο ένιωθαν ξένες τις καρδιές τους τις ίδιες, μ' ό,τι ερημιά περιείχαν κι ό,τι θηρία.» (μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ)



    1849. Νοτιοδυτικές ΗΠΑ και βόρειο Μεξικό. Το Παιδί, ένας αγράμματος έφηβος επιρρεπής στις βαρβαρότητες και στην αλόγιστη βία, περιπλανάται στη βορειοαμερικανική έρημο παραδέρνοντας μεταξύ Τέξας και Μεξικού μεθώντας, καυγαδίζοντας, κλέβοντας. Οι περιπέτειές του θα τον οδηγήσουν να ενταχθεί σε μία συμμορία μισθοφόρων κυνηγών κεφαλών οι οποίοι συλλέγουν ινδιάνικα σκαλπ, με φόντο έναν φρικτό κόσμο κτηνώδους βίας και διάχυτου ρατσισμού, όπου Αμερικανοί, Μεξικανοί και Ινδιάνοι αλληλοσπαράζονται χωρίς κανένα δισταγμό.
    Ο Αμερικανός Κόρμακ Μακάρθι, έχοντας ήδη στην πλάτη του συγγραφική πορεία είκοσι ετών, δημοσίευσε το 1985 το πιο αναγνωρισμένο του μυθιστόρημα, ένα αναθεωρητικό και αντιηρωικό γουέστερν στηριγμένο σε αληθινά συμβάντα. Ο Ματωμένος μεσημβρινός, ή το κόκκινο του δειλινού στη Δύση πραγματεύεται κατά βάση το ίδιο θέμα με όλη σχεδόν την ύστερη εργογραφία του Μακάρθι, την ανθρώπινη μοχθηρία ως δύναμη της φύσης, με ακραία χομπσιανούς όρους καθολικού πολέμου όλων εναντίον όλων. Το επαναλαμβανόμενο στην εισαγωγή λεκτικό μεταφορικό σχήμα των «ματιών σαν κλουβιά» και η μεταγενέστερη παρατήρηση πως οι πρωταγωνιστές «δεν έχουν περισσότερη συντροφικότητα από ένα τσούρμο πιθήκων» συνοψίζουν αυτή την κοσμοθεωρία των ατόμων ως απομονωμένων ψυχικών νησίδων, ενώ οι τακτικά επανερχόμενες σκηνές νοσηρής βίας και φρίκης, σταθερά στην επικράτεια του γκροτέσκου και μοιάζοντας με ευφάνταστα ευρήματα σπλάτερ ταινίας τρόμου, υπογραμμίζουν τις συνέπειες της αλληλεπίδρασης μεταξύ τέτοιων ατόμων. Η ιδιόρρυθμη γραφή του Μακάρθι – κοφτή, λακωνική, τεταμένη, με ενίοτε βιβλικό ύφος και ενσωματωμένους τους διαλόγους στην αφήγηση (εκλείπουν παντελώς παύλες και εισαγωγικά) – μεταφέρει στον αναγνώστη το παράδοξα κλειστοφοβικό κλίμα ενός τέτοιου περιβάλλοντος, όπου ο υπαρξιακός τρόμος μοιάζει να συνιστά την πρώτη ύλη της Δημιουργίας. Ως αντιστάθμισμα, τα στιγμιότυπα μακροπερίοδου και λυρικού λόγου βοηθούν στην ανάγλυφη και γοητευτική οικοδόμηση ενός, κατά τ' άλλα, απωθητικού αφηγηματικού κόσμου, παρουσιάζοντας μία παρατακτική και άστικτη σύνταξη σχεδιασμένη να αντανακλά το αιώνια μετακινούμενο και πουθενά τερματιζόμενο Σύνορο των ανοικτών οριζόντων, εκείνο το φευγαλέο άγιο δισκοπότηρο των πιονέρων της Δύσης στο όνομα του οποίου κάθε φόνος δικαιολογείται και κάθε βαρβαρότητα φαντάζει μονόδρομος.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Κινηματογράφος: «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» (2007)

ΚΑΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥΣ

«NO COUNTRY FOR OLD MEN»




    Το καλοκαίρι του 1980, στην έρημο του Τέξας κοντά στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό, ένας άνεργος βετεράνος του Πολέμου του Βιετνάμ (Τζος Μπρόλιν) βρίσκει τα νεκρά απομεινάρια μίας συναλλαγής μεταξύ συμμοριών διακίνησης ναρκωτικών που πήγε στραβά και έναν σάκο με 2 εκατομμύρια δολάρια. Αποφασίζει να υποκλέψει τα χρήματα αντί να ειδοποιήσει τις Αρχές, αλλά σύντομα στο κατόπι του βρίσκονται Μεξικανοί συμμορίτες, ο τοπικός, ηλικιωμένος και λακωνικός Σερίφης (Τόμι Λι Τζόουνς) που αδυνατεί να κατανοήσει την παράλογη βία της νέας εποχής που ανατέλλει, καθώς και ένας ανεξέλεγκτος, ψυχοπαθής επαγγελματίας δολοφόνος (Χαβιέρ Μπαρδέμ) που προσελήφθη για να ανακτήσει τον σάκο, αλλά λειτουργεί με τους δικούς του, αιματοβαμμένους κανόνες.
    Οι Αδελφοί Κοέν επιστρέφουν σε φόρμα μετά την εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία της Αβάσταχτης γοητείας (2003) και της Συμμορίας των πέντε (2004), με σταθερούς συνεργάτες τους πίσω αλλά όχι μπροστά από την κάμερα, μεταφέροντας πιστά στην οθόνη ένα μυθιστόρημα του συγγραφέα Κόρμακ Μακάρθι και κατορθώνοντας να το οικειοποιηθούν πλήρως. Μείγμα βραδύκαυστου αστυνομικού θρίλερ και νεογουέστερν με αντισυμβατική αφηγηματική δόμηση και αναφορές στο σινεμά του Χίτσκοκ και του Πέκινπα, το Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους συνιστά στον πυρήνα του μια λιτή ελεγεία για την αθωότητα που χάνεται και ένα σχόλιο για την εγγενή βία των δυτικών κοινωνιών, που ανέρχεται στην επιφάνεια των μετανεωτερικών μητροπόλεων με τη μορφή μιας παράλογης, διάχυτης νοσηρότητας. Δεν είναι καθόλου τυχαία η τοποθέτηση της πλοκής στο 1980, όταν η πρωτοφανής αύξηση της εγκληματικότητας στα αστικά κέντρα των ΗΠΑ – στον απόηχο της οικονομικής κρίσης, του Βιετνάμ και των κοινωνικών ταραχών του ‘70 – ήταν ακόμα καινούργιο φαινόμενο, ούτε ότι ο χαρακτήρας του Σερίφη, τελείως παρασκηνιακός ρόλος στα πρώτα δύο τρίτα του φιλμ, είναι τελικά αυτός που δίνει τον τίτλο της στην ταινία και τον τόνο στο πεσιμιστικό φινάλε.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Κινηματογράφος: «Ιστορία ενός εγκλήματος» (1967)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

«IN THE HEAT OF THE NIGHT»




    Σε μια επαρχιακή, ρατσιστική κωμόπολη του Μισισίπι της δεκαετίας του 1960, ένας περαστικός καλοντυμένος Αφροαμερικανός από τη Φιλαδέλφεια (Σίντνεϊ Πουατιέ) συλλαμβάνεται τυχαία ως ύποπτος του φόνου ενός πλούσιου επιχειρηματία, ο οποίος είχε προσφάτως πραγματοποιήσει επενδύσεις στην περιοχή. Μόλις ο τοπικός Σερίφης Μπιλ (Ροντ Στάιγκερ) αντιλαμβάνεται πως ο συλληφθείς είναι αστυνομικός ειδικευμένος στις ανθρωποκτονίες, τον αφήνει διστακτικά ελεύθερο και – ευρισκόμενος σε αδιέξοδο – του ζητά να τον βοηθήσει στην έρευνα του φόνου. Ο μαύρος Βέρτζιλ διατάσσεται από τον προϊστάμενό του στη Φιλαδέλφεια να ικανοποιήσει το αίτημα του Σερίφη και, πιεζόμενος από τη θρηνούσα, πάμπλουτη και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις χήρα του επιχειρηματία, αναγκάζεται να παρατείνει τη διαμονή του στην εχθρική πόλη. Γρήγορα εμπλέκεται στον μικρόκοσμό της και παθιάζεται με την υπόθεση, ενώ τοπικοί παράγοντες επιπλήττουν τον Σερίφη για την εμπιστοσύνη την οποία δείχνει σε έναν νέγρο…
    Με βάση ένα πολύκροτο μυθιστόρημα και στον απόηχο του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων και των φυλετικών αναταραχών της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ, συλλαμβάνοντας τις ευαισθησίες της εποχής και την αίσθηση καλλιτεχνικής ελευθερίας του ολοκαίνουργιου τότε Νέου Χόλιγουντ, ο Νόρμαν Τζούισον κινηματογραφεί από εμφανώς φιλελεύθερη σκοπιά μία εξαιρετικά επίκαιρη και τολμηρή (το 1967) αστυνομική ταινία μυστηρίου η οποία δεν αποφεύγει τις χολιγουντιανές συμβάσεις και την κερδοσκοπική έμφαση στην ανάδειξη των ηθοποιών-αστέρων της, αλλά ταρακούνησε το κατεστημένο της εποχής παρουσιάζοντας τη συνεργασία ενός λευκού και ενός μαύρου αστυνομικού και συνεισέφερε στην οριστική απαξίωση των συντηρητικών ηθών τα οποία ακόμα επικρατούσαν σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ. Το σενάριο, κατά απλοϊκό τρόπο, στιγματίζει απολύτως ηθικά τους περισσότερους χαρακτήρες αναλόγως με τη στάση τους απέναντι στο «φυλετικό ζήτημα», με εξαίρεση κάποιον αδιάφορο για το θέμα κατά λάθος συλληφθέντα (μία άψογη υποστηρικτική ερμηνεία από τον Σκοτ Γουίλσον, ο οποίος το ίδιο έτος πρωταγωνίστησε στο Εν ψυχρώ) και τους δύο βασικούς ήρωες: ο Βέρτζιλ, ελαφρώς ναρκισσιστής, παθιάζεται τόσο με την υπόθεση που αφήνει το μένος του για τους ρατσιστές να θολώσει την κρίση του παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο και την ευφυΐα του, ενώ ο Σερίφης Μπιλ, κατά βάθος ευσυνείδητος και φιλότιμος, εξελίσσεται όμορφα καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ, ώστε από τυπικός – λόγω περιρρέοντος κλίματος – ρατσιστής, καταλήγει να σέβεται, να υπερασπίζεται και να νοιάζεται τον Βέρτζιλ. Η εξέλιξη αυτή και η μεθοδική διαμόρφωση της φιλίας των δύο ανδρών συνιστά τον πυρήνα της αφήγησης· είναι πράγματι μεγάλη απόλαυση η αλληλεπίδραση του Στάιγκερ και του Πουατιέ στους ρόλους αυτούς και, παρά τον υπέρμετρο μανιερισμό που εύκολα διακρίνει ο σημερινός θεατής σε ορισμένες σκηνές, οι ερμηνείες τους είναι τόσο στιβαρές που προσδίδουν ακόμα περισσότερο βάθος σε χαρακτήρες έτσι κι αλλιώς πολυδιάστατους, ισχυρογνώμονες, μοναχικούς και αλαζόνες, μα ευφυείς και καλοπροαίρετους.

Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Κινηματογράφος: «Εν ψυχρώ» (1967)

ΕΝ ΨΥΧΡΩ

«IN COLD BLOOD»




    Σε μια επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, ένας νεαρός αποφυλακίζεται και συναντάται με έναν παλιό του συγκρατούμενο. Μαζί αποφασίζουν να διαρρήξουν το σπίτι ενός αγρότη βασισμένοι στην υποψία ότι έχει κρυμμένα 10000 δολάρια. Το απρόσμενο μακελειό τους καθιστά φυγάδες με τέσσερις νεκρούς στο διάβα τους, ενώ η Αστυνομία προσπαθεί να τους ταυτοποιήσει και να τους εντοπίσει ως δράστες ενός φονικού ακατανόητου και παράλογου – το υποτιθέμενο χρηματοκιβώτιο ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτο και τα λάφυρα περιορίζονται σε 43 δολάρια κι ένα παλιό ραδιόφωνο…
    Στηριγμένος στο ομώνυμο, σχεδόν μυθιστορηματικό βιβλίο του Τρούμαν Καπότε, ήδη διάσημου από το Πρόγευμα στου Τίφανις, ο σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Μπρουκς μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τα γεγονότα γύρω από έναν μαζικό φόνο ο οποίος συγκλόνισε τη βορειοαμερικανική κοινή γνώμη του 1959. Ο Πέρι Σμιθ (Ρόμπερτ Μπλέικ) – ένας εθισμένος στην… ασπιρίνη βετεράνος της Κορέας – είναι βαρύθυμος, ευαίσθητος, με όνειρο να γίνει διασημότητα, με εκρήξεις βίας και βαρυνόμενος από ένα ιστορικό παιδικής κακοποίησης και εγκατάλειψης από τον μέθυσο και αγροίκο πατέρα του. Υπάρχουν στιγμές που αδυνατεί να διακρίνει τη φαντασίωση από την πραγματικότητα, αλλά και στιγμές όπου τον πλημμυρίζει οίκτος και διορατικότητα. Ο Ρίτσαρντ Χίκοκ (Σκοτ Γουίλσον) είναι αστείος, γοητευτικός, επαγγελματίας απατεώνας και ο «εγκέφαλος» του σχεδίου – επίσης δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς και είναι ο πιο πρόθυμος να μην αφήσει πίσω του μάρτυρες, αλλά χρειάζεται «κάποιον να πατήσει τη σκανδάλη». Από μόνοι τους είναι ακίνδυνοι, από κοινού δημιουργούν μία προσωπικότητα εκρηκτική και φονική… Το φιλμ παρακολουθεί τη διαδρομή από τη συνάντησή τους και τη σύλληψη του σχεδίου, μέχρι τον απαγχονισμό τους από τους κρατικούς δημίους πέντε χρόνια μετά. Ένα μικρό τμήμα της πλοκής αφορά και την αστυνομική έρευνα για την αναγνώριση και εύρεση των δραστών, από την επομένη του εγκλήματος μέχρι τη σύλληψη και τη δίκη τους. Πιστό στη δομή του βιβλίου όπου βασίστηκε, το φιλμ δεν περιγράφει τη νύχτα των φόνων παρά μόνο μέσω μνημονικής αναδρομής στο παρελθόν προς το φινάλε, οικοδομώντας έτσι με επιτυχία μία αύρα μυστηρίου κατά το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας όσον αφορά τις συνθήκες και τα αίτια του εγκλήματος. Αυτό είναι σημαντικό για μία ταινία η οποία συνολικά δεν στηρίζεται στην αγωνία αλλά στη θλίψη ¬– η ιστορία του Πέρι και του Ρίτσαρντ δεν έχει σασπένς, δεν έχει κινηματογραφική γοητεία, είναι απλώς θλιβερή.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Κινηματογράφος: «Μπόνι και Κλάιντ» (1967)

ΜΠΟΝΙ ΚΑΙ ΚΛΑΪΝΤ

«BONNIE AND CLYDE»




    Ένα ανορθόδοξο και πρωτοποριακό γκανγκστερικό φιλμ, στηριγμένο σε αληθινή ιστορία, αποτέλεσε τον δούρειο ίππο του «Νέου Χόλιγουντ» περί τα τέλη της πιο κομβικής μεταπολεμικής δεκαετίας. Μετά τις δονήσεις τις οποίες προκάλεσε κατά το προηγούμενο έτος στη βιομηχανία διασκέδασης των ΗΠΑ το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;, εν μέσω πρωτοφανών κοινωνικοπολιτικών αναταραχών και εμφανούς μετάλλαξης του κινηματογραφικού κοινού, το Μπόνι και Κλάιντ προχώρησε παραπέρα, έσπασε κάθε κανόνα, συντάραξε θεμελιωδώς με τη σειρά του το στουντιακό κύκλωμα του Χόλιγουντ, σημείωσε τεράστια επιτυχία διεθνώς και πέρασε ταχύτατα στη σφαίρα του καλλιτεχνικού θρύλου.
    Ο σκηνοθέτης Άρθουρ Πεν αφηγείται την άνοδο και την πτώση ενός ζεύγους καταζητούμενων νεαρών ληστών τραπεζών (Γουόρεν Μπίτι και Φαίη Ντάναγουεϊ, στους ρόλους οι οποίοι τους καταξίωσαν) την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, αποφασισμένων να γίνουν διάσημοι μέσω των ΜΜΕ και εξαιρετικά λαοφιλών σε μια εποχή διάχυτης εξαθλίωσης, τεράστιας ανεργίας, γιγαντωμένων κοινωνικών ανισοτήτων και μεγάλης απαξίωσης του οικονομικού συστήματος στις ΗΠΑ. Οι συντελεστές αποφεύγουν κάθε ηθοπλαστικό δίδαγμα και αποδίδουν τα γεγονότα με έναν κωμικό και ρομαντικό τόνο, αντιπαραθέτοντας το ύφος αυτό με εμβόλιμες, διάσπαρτες δόσεις ερωτισμού και ωμής, αλογόκριτης αλγεινής βίας, χωρίς φιλμικό προηγούμενο για παραγωγές τέτοιου τύπου και κόστους. Ο πρωταγωνιστής είναι σεξουαλικά ανίκανος, περιστοιχίζεται σκηνοθετικά από φαλλικά σύμβολα και σε μία απροσδόκητη σκηνή η ενεργητική, διεκδικητική ηρωίδα – ερωτικά διεγερμένη από την αρρενωπή επίδειξη εγκληματικότητας – επιχειρεί μάταια να προβεί σε πεολειχία. Η γλώσσα του σεναρίου είναι καθημερινή ενώ τα κίνητρα και το υπόβαθρο των χαρακτήρων υπονοούνται ή απεικονίζονται οπτικά, δεν εκφράζονται λεκτικά. Από κοινού με το κοφτό μοντάζ, τους συμπαθείς αντιήρωες (παρά τις δολοφονίες στις οποίες προβαίνουν περιστασιακά) και την ουδέτερη στάση των σεναριογράφων απέναντι στην παρανομία, οι τακτικές αυτές ήταν υπέρμετρα καινοτόμες και «ύποπτες» για το μεταπολεμικό χολιγουντιανό στουντιακό κύκλωμα – του μεγάλου θεάματος, της επιβεβαίωσης των «παραδοσιακών» συντηρητικών αξιών, της «διανόησης» του Μπρόντγουεϊ ή της προπαγάνδισης του πολιτικού κατεστημένου – το οποίο όμως είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Κινηματογράφος: «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1966)

ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ;

«WHO'S AFRAID OF VIRGINIA WOLF?»




    Φλύαρο αλλά δυνατό δράμα δωματίου, με κοφτερή πρόζα, εκρηκτικές ερμηνείες και σχεδόν κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Ο σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς μεταφέρει με το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ένα πετυχημένο θεατρικό έργο της εποχής στη μεγάλη οθόνη και με τον δυναμισμό της κάμεράς του κατορθώνει να υπερβεί τις προφανείς καταβολές του σεναρίου. Τα σποραδικά κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ελίζαμπεθ Τέιλορ (σύζυγοι στην ταινία αλλά και στην πραγματική ζωή), υποβοηθούμενα από την αδρή ασπρόμαυρη φωτογραφία και την κομψή χορογραφία της κάμερας καθώς παρακολουθεί τους ηθοποιούς να κινούνται, συμπληρώνουν το ακατάσχετο, βίαιο λεκτικό παραλήρημα των τεσσάρων κύριων χαρακτήρων – συμβατικών μεσοαστών του πνιγηρού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος της Νέας Αγγλίας – κατά τη διάρκεια της μοναδικής, μα αλησμόνητης, κοινής τους νύχτας. Καθόλου τυχαία, ο φακός είναι απομακρυσμένος από τους ήρωες στις στιγμές της ηρεμίας και δυσάρεστα εγγύς στις – πολύ περισσότερες – στιγμές της συναισθηματικής καταιγίδας.