Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Κινηματογράφος: «Τσακισμένα λουλούδια» (2005)

ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

«BROKEN FLOWERS»



    Ο Ντον Τζόνστον, ένας γερασμένος, ευκατάστατος, αλλά συνταξιοδοτημένος και παραιτημένος από τα πάντα Αμερικανός επιχειρηματίας, λάτρης των γυναικών και ορκισμένος εργένης, δέχεται την αμφισβητούμενης γνησιότητας επιστολή μίας ανώνυμης, προ εικοσαετίας ερωμένης του, τη στιγμή που βιώνει με απάθεια έναν ακόμα χωρισμό. Η αποστολέας τον πληροφορεί ότι η σύντομη σχέση τους την άφησε με έναν γιο ο οποίος τώρα αναζητά τον πατέρα του. Παρά τους δισταγμούς του, ο Ντον δέχεται τελικά τις συμβουλές του μοναδικού του φίλου – ενός ενεργητικού Τζαμαϊκανού οικογενειάρχη γείτονά του από την εργατική τάξη, παθιασμένου με τα αστυνομικά μυστήρια – και διασχίζει απ’ άκρη σ’ άκρη τις ΗΠΑ, πάντα με ένα μπουκέτο λουλούδια στο χέρι, επισκεπτόμενος παλιές του συντρόφους μέχρι να συναντήσει τον άγνωστο γιο του…
    Μείγμα κομεντί και ταινίας δρόμου, τα Τσακισμένα λουλούδια είναι η πρώτη «κανονική» ταινία του Τζιμ Τζάρμους μετά το μινιμαλιστικό πείραμα του Καφέ και τσιγάρα (2003). Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης αφηγείται με εικόνες και λέξεις μία συμβατική ιστορία την οποία μετατρέπει σε μία στυλιζαρισμένη, θραυσματική τοιχογραφία εκκεντρικών χαρακτήρων και καταστάσεων, διάστικτη από την προσωπική του σφραγίδα, μα πλήρως προσβάσιμη από το ευρύ κοινό. Ένα φιλμ με διακριτικό χιούμορ, χωρίς κλισέ ή μελοδραματικές εξάρσεις, που εκτυλίσσεται κυρίως σε δωμάτια μοτέλ, σε αεροδρόμια και στους ατέλειωτους δρόμους μιας επαρχιακής Αμερικής, όσο ο πρωταγωνιστής οδηγεί νοικιασμένα οχήματα στην καταπράσινη ύπαιθρο ή στα καταθλιπτικά προάστια, ακούγοντας δανεική μουσική. Διαθέτοντας νωχελική ατμόσφαιρα και περιστασιακές ρήξεις της ρεαλιστικής αφήγησης μόνο σε μετρημένες, σποραδικές δόσεις, τα Τσακισμένα λουλούδια μοιάζουν όχι τόσο με μία απόπειρα ενσυνείδητης αποδόμησης της συμβατικής κομεντί και της ταινίας δρόμου – όπως έπραξε ο Νεκρός για το γουέστερν, ή το Γκοστ Ντογκ για το γκανγκστερικό φιλμ – όσο με ένα απρόσμενο υβρίδιο τέτοιων ταινιών με το προηγούμενο έργο του σκηνοθέτη.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Κινηματογράφος: «Καφές και τσιγάρα» (2003)

ΚΑΦΕΣ ΚΑΙ ΤΣΙΓΑΡΑ

«COFFEE AND CIGARETTES»




    Τέσσερα χρόνια μετά το Γκοστ Ντογκ, ο Τζιμ Τζάρμους παρουσιάζει μία ιδιαίτερη, προσωπική ταινία, κινούμενη μεταξύ σπονδυλωτής φάρσας και σινεφίλ πειράματος, επιστρέφοντας στη φόρμα της ανθολογίας για τρίτη φορά – είχαν προηγηθεί Το τραίνο του μυστηρίου (1989) και το Μια νύχτα στον κόσμο (1991). Ο Καφές και τσιγάρα αποτελείται από έντεκα ανεξάρτητα επεισόδια-βινιέτες, με κάποια να έχουν γυριστεί σποραδικά κατά την προηγούμενη εικοσαετία ως ταινίες μικρού μήκους. Κάθε επεισόδιο εκτυλίσσεται σε ένα τραπέζι καφετέριας – εκεί, δύο άτομα, περιστασιακά και τρία, συνομιλούν φυσικότατα για τετριμμένα πράγματα (όπως… ο καφές και το κάπνισμα) ή ανταλλάσσουν παραλογισμούς, πίνοντας τόνους καφέ και καπνίζοντας αδιάκοπα τσιγάρα. Ένα εντυπωσιακό καστ παλιών γνωστών του σκηνοθέτη επανδρώνει το εγχείρημα μπροστά και πίσω από την κάμερα (εμφανίζονται οι Ρομπέρτο Μπενίνι, Στιβ Μπουσέμι, Κέιτ Μπλάνσετ, Ίγκυ Ποπ, Τομ Γουέιτς, Μπιλ Μάρεϊ, Άλφρεντ Μολίνα, RZA, GZA και άλλοι καλλιτέχνες, ενώ κινηματογραφούν τέσσερις διαφορετικοί διευθυντές φωτογραφίας), με ορισμένους ηθοποιούς να υποδύονται μία καρικατούρα του διάσημου εαυτού τους, όσο η παντελής έλλειψη κεντρικού αφηγηματικού ιστού – ακόμα και στοιχειώδους πλοκής σε ορισμένα επεισόδια – χαρίζει έναν αβάν-γκαρντ αέρα στο εγχείρημα. Το μπεκετιανής αύρας τελικό επεισόδιο, σεναριακά ελλειπτικό, αισθητικά ατμοσφαιρικότατο και νοηματικά αδιαπέραστο, επιχειρεί να προσδώσει κάποια ίχνη συνοχής στο σύνολο μέσω της επανάληψης, μα αποτυγχάνει με χάρη, αναδίδοντας αντ’ αυτού μία αυτοτελή, μυστηριακή αίσθηση του θαυμαστού διαποτισμένη από γλυκιά μελαγχολία.

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Κινηματογράφος: «Γκοστ Ντογκ: Ο τρόπος των σαμουράι» (1999)

ΓΚΟΣΤ ΝΤΟΓΚ: Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑΪ

«GHOST DOG: THE WAY OF THE SAMURAI»



    Ο «Γκοστ Ντογκ» (Φόρεστ Γουάιτακερ) είναι ένας μαύρος επαγγελματίας εκτελεστής που αναλαμβάνει συμβόλαια θανάτου για τη Μαφία, σε μια ανώνυμη μεγαλούπολη της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ. Μοναχικός, μεθοδικός, αποτελεσματικός και σχεδόν αόρατος, μένει σε μια ταράτσα όπου εκτρέφει ταχυδρομικά περιστέρια – το μόνο μέσον επικοινωνίας του με τον εξωτερικό κόσμο. Ακολουθώντας έναν αρχαίο κώδικα τιμής των σαμουράι της μεσαιωνικής Ιαπωνίας, έχει αυτοχριστεί ακόλουθος του Λούι – ενός μεσήλικα μαφιόζου ιταλικής καταγωγής. Τον συναντά μόνο την πρώτη μέρα κάθε φθινοπώρου, προκειμένου να πληρωθεί για τις δουλειές που έφερε εις πέρας κατά το προηγούμενο έτος. Όταν όμως η κόρη του Δον της οικογένειας γίνεται κατά λάθος μάρτυρας μίας δολοφονίας, η Μαφία ζητά από τον Λούι το κεφάλι του Γκοστ Ντογκ επί πίνακι…
    Τέσσερα χρόνια μετά τον αριστουργηματικό Νεκρό, ο Τζιμ Τζάρμους επέστρεψε το 1999 δυναμικά με το Γκοστ Ντογκ: μία μεταμοντέρνα παρωδία των γκαγκστερικών ταινιών, φιλτραρισμένη μέσα από την προσωπική, ιδιοσυγκρασιακή ματιά του δημιουργού. Το παρηκμασμένο αστικό σκηνικό της πρώιμης φιλμογραφίας του συναντιέται εδώ με τις κυρίαρχες θεματικές του Νεκρού: με την παρακμή και φθορά του πολιτισμού μας, με απομονωμένα άτομα που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές της κοινωνίας και στα σημεία των καιρών. Οι ξεπεσμένοι Ιταλοαμερικανοί μαφιόζοι, μεσήλικες, χρεοκοπημένοι, ανίκανοι να πληρώσουν ακόμα και το νοίκι τους, ο γαλλόφωνος παγωτατζής – μοναδικός φίλος του ήρωα – αλλά και ο ίδιος ο Γκοστ Ντογκ, ο οποίος εμμένει αυτοκαταστροφικά σε μία αρχαία παράδοση προκαλώντας τη νέμεσή του, συνιστούν αφηγηματικούς φορείς των εν λόγω προβληματισμών. Με τα λόγια του πρωταγωνιστή: «Εγώ κι ο Λούι καταγόμαστε από διαφορετικές αρχαίες φυλές. Και τώρα είμαστε και οι δύο υπό εξαφάνιση. Καμιά φορά, πρέπει να μένεις πιστός στους αρχαίους τρόπους, της παλιάς σχολής.» Ο κόσμος αλλάζει, μοιάζει να διακηρύττει ο Τζάρμους, και οι παλιές βεβαιότητες εξαφανίζονται γοργά. Το αναπόφευκτο της αλλαγής συμπυκνώνεται στο φινάλε με ένα έξυπνο σχόλιο: τόσο τον Γκοστ Ντογκ όσο και τον Δον της οικογένειας τους διαδέχονται γυναίκες, κόντρα στα έμφυλα στερεότυπα. Δεδομένης της προηγούμενης φιλμογραφίας του δημιουργού, πίσω από αυτή την εμμονή με τη διαρκή μεταβολή και την παρακμή, βλέπει κανείς να ξεπροβάλει ολοκάθαρα ως προβληματισμός η μετανεωτερική έκλειψη του νοήματος και η αποσάθρωση των ουσιοκρατικών φιλοσοφικών στηριγμάτων του Διαφωτισμού.

Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Κινηματογράφος: «Ο νεκρός» (1995)

Ο ΝΕΚΡΟΣ

«DEAD MAN»



     Ένα ατμοσφαιρικότατο διαμάντι του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Τζιμ Τζάρμους, Ο νεκρός είναι ένα μυσταγωγικό ταξίδι στο πολιτισμικό ασυνείδητο της νεωτερικής Δύσης, αιθέριο και λυρικό, μια ελεγεία για την παρακμή του σύγχρονου τεχνολογικού κόσμου με τη φόρμα του ποιητικού νεογουέστερν. Η ιστορία μοιάζει προσχηματική: ο Ουίλιαμ Μπλέικ, ένας λογιστής από το Κλήβελαντ του 19ου αιώνα που υποδύεται θαυμάσια ο Τζόνι Ντεπ, ταξιδεύει με το τραίνο δυτικά, σε μια βιομηχανική συνοριακή πόλη ονόματι «Μηχανή» προς αναζήτηση εργασίας. Εκεί συναντά την πρώην πόρνη Θελ, της οποίας ο φίλος τούς πιάνει στο κρεβάτι. Ο Μπλέικ αναγκάζεται να αφεθεί στην αγριότητα του τοπίου, με μια σφαίρα καρφωμένη στο στήθος και κατηγορούμενος για διπλό φόνο.
    Τον ακολουθούν ψυχοπαθείς κυνηγοί κεφαλών, ενώ το ταξίδι του αυτό, παρέα με έναν εκκεντρικό, μεγαλόσωμο ερημίτη Ινδιάνο με παιδεία λευκού που αυτοαποκαλείται Κανένας και θεωρεί τον Μπλέικ μετενσάρκωση του διάσημου ομώνυμου ποιητή, μοιάζει με μια εκτεταμένη σκηνή θανάτου, όπου ο ήρωας μετατρέπεται εκούσια σε πιόνι της μοίρας. Κατά την πορεία τους προς τον ωκεανό, όπου ο Κανένας σκοπεύει να απελευθερώσει το φυλακισμένο πνεύμα του Μπλέικ με μια ινδιάνικη νεκρώσιμη τελετουργία, συναντούν έναν βάρβαρο κόσμο αποσύνθεσης, βίας και χάους, φερμένο απ’ τους λευκούς εποίκους, σε αντιδιαστολή με τον περισσότερο ευγενικό και φυσικό τρόπο ζωής των γηγενών της Βορείου Αμερικής.

Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Κινηματογράφος: «Ο άνθρωπος αντίγραφο» (2013)

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

«ENEMY»



    Ύστερα από την τελευταία γαλλόφωνη ταινία του, η οποία του προσέδωσε διεθνή φήμη (Μέσα από τις φλόγες), ο Γαλλοκαναδός Ντενίς Βιλνέβ υπογράφει το πρώτο του φιλμ στα αγγλικά, σε μία καναδοϊσπανική συμπαραγωγή με διάσημο χολιγουντιανό πρωταγωνιστή (Τζέικ Γκίλενχαλ). Ο άνθρωπος αντίγραφο αποτελεί διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ζοζέ Σαραμάγκου, ταυτόχρονα αλλόκοτη και υποβλητική, υποτονική και σαρδόνια, νωχελική και αόριστα απειλητική. Έχοντας εμφανή υφολογικά χρέη στο σινεμά των Ντέιβιντ Λιντς και Ρομάν Πολάνσκι, το εικαστικά άψογο αυτό ψυχολογικό θρίλερ συνιστά έναν γρίφο προς αποκωδικοποίηση, ένα αίνιγμα πλημμυρισμένο από σουρεαλιστικές εικόνες και με διάχυτη την αίσθηση κάποιου πνιγηρού εφιάλτη.
    Βλέπουμε τον μελαγχολικό και εσωστρεφή Άνταμ – καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο μιας ανώνυμης καναδικής μεγαλούπολης (Τορόντο;) – να βυθίζεται στη ρουτίνα και τη μοναξιά, ενώ το επάγγελμα και η ερωτική του σχέση με την όμορφη Μέρι τον αφήνουν εμφανώς ανικανοποίητο. Όταν τυχαίνει να δει σε μία τοπική κινηματογραφική παραγωγή έναν τριτοκλασάτο ηθοποιό εμφανισιακά πανομοιότυπο με τον ίδιο, μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, παθιάζεται με την αλλόκοτη αυτή σύμπτωση και επιχειρεί να τον συναντήσει. Ο Άντονι, παντρεμένος με την έξι μηνών έγγυο Έλεν την οποία προσφάτως έχει απατήσει, αποδεικνύεται πως διαθέτει χαρακτήρα τελείως αντίθετο από του Άνταμ, ζωή με πολλούς παραλληλισμούς, αλλά και μια επικίνδυνη εμμονή με το άλλο φύλο. Η σύγκρουσή τους αναπόφευκτη.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Κινηματογράφος: «Holy Motors» (2012)

HOLY MOTORS



    Ο Όσκαρ είναι ένας μυστηριώδης ηθοποιός ο οποίος ξοδεύει τις μέρες του αναλαμβάνοντας ολιγόωρες, διαδοχικές αποστολές, για λογαριασμό κάποιας άγνωστης υπηρεσίας, κατά τις οποίες υποδύεται παράξενους ρόλους σε διάφορα σημεία του Παρισιού. Μεταξύ των ποικίλων «ραντεβού» του μετακινείται με μία λευκή λιμουζίνα, ένα κινούμενο βεστιάριο, που οδηγεί η πιστή του Σελίν. Είναι εμφανές ότι ο χαμελαίων Όσκαρ είναι μόνο ένας υπάλληλος ανάμεσα σε πολλούς, ο καθένας με τη δική του λευκή λιμουζίνα. Εμείς παρακολουθούμε μία τυπική εργάσιμη μέρα του στο Παρίσι.
    Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γάλλου auteur Λεός Καράξ ύστερα από το αμφιλεγόμενο Πόλα Χ του 1999 είναι μία απόκοσμα γοητευτική οδύσσεια, ατμοσφαιρική, υποβλητική και αφηγηματικά άρτια. Ποντάρει στο διάχυτο μυστήριο, στην αμφισημία των εμφανώς αλληγορικών δρώμενων και στα σουρεαλιστικά ευρήματα με τους ευφάνταστους παραλογισμούς, προκειμένου να οικοδομήσει την ανοίκεια αίσθηση κάποιας ανησυχαστικά γνώριμης καθημερινότητας πίσω απ’ τη βιτρίνα του γκροτέσκου και του παράδοξου, πίσω από την αίσθηση αλλόκοτων, παρασκηνιακών ομάδων που κινούνται διακριτικά μες στη μητρόπολη διεκπεραιώνοντας ήσυχα τους ακατανόητους στόχους τους. Καθαρές απαντήσεις δεν δίνονται ποτέ, μονάχα περιστασιακοί υπαινιγμοί, και η έμφαση δίνεται στα επαγγελματικά ραντεβού του ήρωα, με το καθένα να παραπέμπει σαρδόνια σε κάποιο διαφορετικό κινηματογραφικό είδος, ενώ ταυτοχρόνως ξεχειλίζει από εμφανή πλαστότητα και αφήνει ατόφια την εντύπωση ακατέργαστου ονείρου.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Κινηματογράφος: «Beyond the Black Rainbow» (2010)

ΚΙΝ/ΓΡΑΦΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

Κινηματογράφος: Στάργκεϊτ (1994, «Stargate»)
Κινηματογράφος: Περιοχή Εννέα (2009, «District 9»)
==>Κινηματογράφος: Beyond the Black Rainbow (2010) <==

BEYOND THE BLACK RAINBOW




    Το Ινστιτούτο Αρμπόρια δημιουργήθηκε κατά τη δεκατία του ’60 για να βελτιώσει την ανθρώπινη κατάσταση μέσω της επιστήμης και της ψυχεδέλειας, στο πλαίσιο των New Age αναζητήσεων της εποχής. Εν έτει 1983, όμως, μόνη του λειτουργία φαίνεται να είναι η διαρκής καταστολή μίας νεαρής, κατατονικής κοπέλας με τηλεκινητικές δυνάμεις, της Έλενα, υπό την επίβλεψη του ημιπαράφρονα ψυχιάτρου Μπέρι Νάιλ, διαδόχου και προστατευόμενου του Δρος Αρμπόρια.
    Ο Πάνος Κοσμάτος, γιος του χολιγουντιανού «εργάτη» Τζορτζ Κοσμάτος (σκηνοθέτη, μεταξύ άλλων, του Περάσματος της Κασσάνδρας, αλλα και των Ράμπο II: Η αποστολή και Κόμπρα, με τον Σιλβέστερ Σταλόνε), κατάφερε το 2010 να δημιουργήσει ένα μικρό διαμάντι, με μόνο έναν μικροσκοπικό προϋπολογισμό αντλημένο κυρίως από τα έσοδα των πωλήσεων DVD της πιο διάσημης ταινίας του πατέρα του, του γουέστερν Σύγκρουση στον πράσινο βάλτο (1993). Το Beyond the Black Rainbow, παρά την υποτυπώδη πλοκή και τους ισχνούς χαρακτήρες, μένει στο μυαλό ως μία αλησμόνητη οπτικοακουστική εμπειρία, ένας εξαιρετικά ατμοσφαιρικός φόρος τιμής στην αισθητική και στους προβληματισμούς της δεκαετίας του ’80 που σημάδεψαν τον δημιουργό στην εφηβεία του. Ένα ανόσιο υβρίδιο του σινεμά των πρώιμων Κρόνενμπεργκ και Κάρπεντερ με ταινίες του Κιούμπρικ, με δείγματα του ιταλικού τζιάλο και με τη σύγχρονη, ρετρό νοσταλγία για την εποχή των συνθεσάιζερ και των φωτισμών νέον, το Beyond the Black Rainbow λειτουργεί αποτελεσματικά ως μία εφιαλτική αλληγορία για τον κοινωνικό έλεγχο.