ΜΕΜΕΝΤΟ
«MEMENTO»
Ο Λέοναρντ Σέλμπυ (Γκάι Πιρς), πρώην ερευνητής ασφαλιστικής εταιρείας, πάσχει από απώλεια βραχυπρόθεσμης μνήμης: μετά τον βιασμό και φόνο της συζύγου του από κάποιον έμπορο ναρκωτικών, έχει χάσει την ικανότητα να σχηματίζει νέες μνήμες λόγω τραύματος στο κεφάλι. Αν και θυμάται τα πάντα για τον εαυτό του μέχρι τη στιγμή του φόνου, κάθε λίγα λεπτά ο εγκέφαλός του «επανεκκινεί», διαγράφοντας ό,τι έχει μεσολαβήσει από τότε. Ο Λέονταρντ έχει αναπτύξει ένα περίπλοκο σύστημα σημειώσεων, φωτογραφιών και τατουάζ στο ίδιο του το σώμα για να αντιμετωπίσει την πάθησή του, με έναν και μοναδικό στόχο: να εντοπίσει και να εκτελέσει τον δολοφόνο. Περιπλανώμενος στο Λος Άντζελες, ακολουθώντας φευγαλέες ενδείξεις με βάση τον αστυνομικό φάκελο της υπόθεσης, επισκεπτόμενος διάφορες πόλεις, έχει αναλάβει τον ρόλο ενός μονομανούς ντετέκτιβ που δεν γνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό και αγνοεί τις περασμένες πράξεις του. Εμείς παρακολουθούμε την τελευταία του στάση, όπου η συνάντησή του με τον αινιγματικό αλλά φιλικό Τέντι (Τζο Παντολιάνο) και τη γοητευτική αλλά επικίνδυνη Νάταλι (Κάρι-Αν Μος) θα σταθούν καταλύτες στη λύση του δράματος.
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν, με τον Πιρς στο απόγειο της καριέρας του και τους Παντολιάνο και Μος φρέσκους μετά την επιτυχία του Μάτριξ (1999), είναι ένα ιδιόρρυθμο, ατμοσφαιρικό κράμα νεονουάρ και ψυχολογικού θρίλερ. Η femme fatale, ο ντετέκτιβ που αναζητά εκδίκηση, οι απανωτές ανατροπές, η παράνοια, ο πεσιμισμός και ο αστικός υπόκοσμος του εγκλήματος παρελαύνουν από την οθόνη με έναν μοναδικό και πρωτότυπο τρόπο, στηριγμένο στην ιδιαίτερη αφηγηματική δομή. Η τελευταία στάση της ιδιωτικής σταυροφορίας του Λέοναρντ έχει διαιρεθεί χρονικά από τον σεναριογράφο (τον ίδιο τον Νόλαν, με αφετηρία ένα διήγημα του αδερφού του) σε πρώτο και σε δεύτερο μέρος, με σημείο τομής μία κομβική στιγμή τραγικής συνειδητοποίησης για τον ήρωα. Και τα δύο μέρη έχουν στη συνέχεια τεμαχιστεί σε μικρές, αφηγηματικά αυτοτελείς ενότητες διαδεχόμενες η μία την άλλη. Κάθε τέτοια ενότητα αντιστοιχεί σε μία «λειτουργική» περίοδο του ήρωα, μεταξύ δύο αμνησιακών συμβάντων. Οι ενότητες του πρώτου μέρους απεικονίζονται με ασπρόμαυρη φωτογραφία και σε ορθή χρονική αλληλουχία, ενώ οι ενότητες του δεύτερου μέρους προβάλλονται έγχρωμες και σε αντίστροφη χρονική σειρά – από το τέλος προς την αρχή. Όλη η ταινία είναι μία αλληλοδιαδοχή «ασπρόμαυρων» και «έγχρωμων» ενοτήτων, πάντα υπό την απολύτως υποκειμενική οπτική γωνία του μονίμως ευρισκόμενου σε σύγχυση Λέοναρντ. Το περίπλοκο, μα άψογα εκτελεσμένο αυτό τρικ φτύνει κατά πρόσωπο τις συμβατικές αφηγηματικές δομές τριών πράξεων, ευνοεί επανειλλημμένες θεάσεις, πολλαπλασιάζει την τεχνική δεξιοτεχνία του μη γραμμικού σεναρίου, συμβαδίζει απολύτως με τις περιστάσεις που βιώνει ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας – ο πλέον αναξιόπιστος των αναξιόπιστων αφηγητών – και ενισχύει το νοηματικό περιεχόμενο του εγχειρήματος.