Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Κινηματογράφος: «Μεμέντο» (2000)

ΜΕΜΕΝΤΟ

«MEMENTO»



    Ο Λέοναρντ Σέλμπυ (Γκάι Πιρς), πρώην ερευνητής ασφαλιστικής εταιρείας, πάσχει από απώλεια βραχυπρόθεσμης μνήμης: μετά τον βιασμό και φόνο της συζύγου του από κάποιον έμπορο ναρκωτικών, έχει χάσει την ικανότητα να σχηματίζει νέες μνήμες λόγω τραύματος στο κεφάλι. Αν και θυμάται τα πάντα για τον εαυτό του μέχρι τη στιγμή του φόνου, κάθε λίγα λεπτά ο εγκέφαλός του «επανεκκινεί», διαγράφοντας ό,τι έχει μεσολαβήσει από τότε. Ο Λέονταρντ έχει αναπτύξει ένα περίπλοκο σύστημα σημειώσεων, φωτογραφιών και τατουάζ στο ίδιο του το σώμα για να αντιμετωπίσει την πάθησή του, με έναν και μοναδικό στόχο: να εντοπίσει και να εκτελέσει τον δολοφόνο. Περιπλανώμενος στο Λος Άντζελες, ακολουθώντας φευγαλέες ενδείξεις με βάση τον αστυνομικό φάκελο της υπόθεσης, επισκεπτόμενος διάφορες πόλεις, έχει αναλάβει τον ρόλο ενός μονομανούς ντετέκτιβ που δεν γνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό και αγνοεί τις περασμένες πράξεις του. Εμείς παρακολουθούμε την τελευταία του στάση, όπου η συνάντησή του με τον αινιγματικό αλλά φιλικό Τέντι (Τζο Παντολιάνο) και τη γοητευτική αλλά επικίνδυνη Νάταλι (Κάρι-Αν Μος) θα σταθούν καταλύτες στη λύση του δράματος.
    Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν, με τον Πιρς στο απόγειο της καριέρας του και τους Παντολιάνο και Μος φρέσκους μετά την επιτυχία του Μάτριξ (1999), είναι ένα ιδιόρρυθμο, ατμοσφαιρικό κράμα νεονουάρ και ψυχολογικού θρίλερ. Η femme fatale, ο ντετέκτιβ που αναζητά εκδίκηση, οι απανωτές ανατροπές, η παράνοια, ο πεσιμισμός και ο αστικός υπόκοσμος του εγκλήματος παρελαύνουν από την οθόνη με έναν μοναδικό και πρωτότυπο τρόπο, στηριγμένο στην ιδιαίτερη αφηγηματική δομή. Η τελευταία στάση της ιδιωτικής σταυροφορίας του Λέοναρντ έχει διαιρεθεί χρονικά από τον σεναριογράφο (τον ίδιο τον Νόλαν, με αφετηρία ένα διήγημα του αδερφού του) σε πρώτο και σε δεύτερο μέρος, με σημείο τομής μία κομβική στιγμή τραγικής συνειδητοποίησης για τον ήρωα. Και τα δύο μέρη έχουν στη συνέχεια τεμαχιστεί σε μικρές, αφηγηματικά αυτοτελείς ενότητες διαδεχόμενες η μία την άλλη. Κάθε τέτοια ενότητα αντιστοιχεί σε μία «λειτουργική» περίοδο του ήρωα, μεταξύ δύο αμνησιακών συμβάντων. Οι ενότητες του πρώτου μέρους απεικονίζονται με ασπρόμαυρη φωτογραφία και σε ορθή χρονική αλληλουχία, ενώ οι ενότητες του δεύτερου μέρους προβάλλονται έγχρωμες και σε αντίστροφη χρονική σειρά – από το τέλος προς την αρχή. Όλη η ταινία είναι μία αλληλοδιαδοχή «ασπρόμαυρων» και «έγχρωμων» ενοτήτων, πάντα υπό την απολύτως υποκειμενική οπτική γωνία του μονίμως ευρισκόμενου σε σύγχυση Λέοναρντ. Το περίπλοκο, μα άψογα εκτελεσμένο αυτό τρικ φτύνει κατά πρόσωπο τις συμβατικές αφηγηματικές δομές τριών πράξεων, ευνοεί επανειλλημμένες θεάσεις, πολλαπλασιάζει την τεχνική δεξιοτεχνία του μη γραμμικού σεναρίου, συμβαδίζει απολύτως με τις περιστάσεις που βιώνει ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας – ο πλέον αναξιόπιστος των αναξιόπιστων αφηγητών – και ενισχύει το νοηματικό περιεχόμενο του εγχειρήματος.

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Κινηματογράφος: «American Psycho» (2000)

AMERICAN PSYCHO



    Γουόλ Στριτ, 1987. Ο Πάτρικ Μπέιτμαν (Κρίστιαν Μπέιλ) είναι ένας εικοσιεπτάχρονος, πλούσιος και γοητευτικός γιάπης, ο οποίος ξοδεύει τον καιρό του απολαμβάνοντας μια εργένικη ζωή και φροντίζοντας φανατικά την εξωτερική του εμφάνιση. Οι συνάδελφοι και φίλοι του, η υποτιθέμενη μνηστή του, όλος του ο περίγυρος δαπανούν τον χρόνο τους σε ακριβά εστιατόρια, πάρτι με κοκαΐνη, νυχτερινά κλαμπ και ανούσιες διαμάχες για το πρεστίζ τους, χωρίς καμιά έγνοια για κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό τους. Ο Πάτρικ όμως κρύβει κι ένα μυστικό: ακατανίκητες δολοφονικές παρορμήσεις τον καταλαμβάνουν τις νύχτες.
    Η Καναδή σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μαίρη Χάρον διασκευάζει για τη μεγάλη οθόνη το διαβόητο μυθιστόρημα του Αμερικανού Μπρετ Ίστον Έλις, από το 1991, αναλαμβάνοντας διαδοχικά τα ηνία μετά τους Όλιβερ Στόουν και Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και με πρωταγωνιστή τον ανερχόμενο τότε Κρίστιαν Μπέιλ, ύστερα από την απομάκρυνση του Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Το εγχείρημα ανασυνθέτει την αύρα της ρηγκανικής, νεοσυντηρητικής Αμερικής του ’80, αποτυπώνοντας σατιρικά μια καρικατούρα της υπερκαταναλωτικής κουλτούρας των αμοραλιστών, εγωπαθών γιάπηδων της Γουόλ Στριτ, που αποθέωνε την ατομική απληστία και την υλική ευδαιμονία. Από τη μία, το εγχείρημα άνετα εντάσσεται στον κύκλο ταινιών «φιλοσοφικής συνωμοσίας» του τέλους της δεκαετίας του ’90 (Το Παιχνίδι, Άνοιξε τα μάτια και Ο δικηγόρος του Διαβόλου το 1997, Σκοτεινή πόλη και Ζωντανή μετάδοση το 1998, Η έκτη αίσθηση, eXistenZ, Fight Club και Μάτριξ το 1999, Μεμέντο το 2000), οι οποίες αναλύουν υπό ένα υποκειμενιστικό πρίσμα το εύπλαστο και το επίπλαστο στοιχείο στην ατομική ταυτότητα και στην κοινωνική πραγματικότητα, στο πλαίσιο της υπερκαταναλωτικής Δύσης του μετανεωτερικού καπιταλισμού. Ενός πολιτισμού κατακυριευμένου από τη διαφήμιση, τα ΜΜΕ και μία κανιβαλική ανταγωνιστικότητα μεταξύ των ατόμων. Η ευφυής επιλογή διατήρησης του μυθιστορηματικού σκηνικού της δεκαετίας του ’80, των χρόνων όπου ρίζωσε η νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση μετά την κρίση του ‘70 και τέθηκαν οι βάσεις για το πολιτικοκοινωνικό κλίμα του μιλένιουμ, είναι ενδεικτική των προθέσεων των συντελεστών.

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Κινηματογράφος: «Ζωντανή μετάδοση» (1998)

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

«THE TRUMAN SHOW»




    Ο Τρούμαν Μπέρμπανκ (Τζιμ Κάρεϊ) είναι ένας αξιαγάπητος, τριαντάχρονος ασφαλιστής σε ένα νησί των ΗΠΑ (Σιχέιβεν), παντρεμένος με μία γυναίκα που δεν αγαπά (Λώρα Λίνεϊ). Η τραυματική παιδική εμπειρία του πνιγμού του πατέρα του, όταν ο ίδιος ήταν δώδεκα χρονών, του κληροδότησε μία φοβία απέναντι στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να του είναι αδύνατο να εγκαταλείψει τη μητρική του πόλη. Το κρυφό του όνειρο όμως είναι να επισκεφθεί τα νησιά Φίτζι, εκεί όπου υποτίθεται πως μετακόμισε η μοναδική γυναίκα που πραγματικά ερωτεύτηκε, αμέσως πριν τον γάμο του. Αυτό που ο Τρούμαν δεν γνωρίζει, είναι πως όλη του η ζωή είναι πλαστή, κατασκευασμένη, ένα εξαιρετικά επιτυχημένο τηλεπαιχνίδι ριάλιτι το οποίο προβάλλεται επί τρεις δεκαετίες στην τηλεόραση, με μοναδικό πρωταγωνιστή τον ίδιο. Χιλιάδες κρυφές κάμερες καταγράφουν διαρκώς την καθημερινότητά του, όλο το Σιχέιβεν δεν είναι παρά ένα γιγάντιο, κλειστό σκηνικό στο Χόλιγουντ και οι πάντες γύρω του είναι ηθοποιοί. Όλα τα καταναλωτικά αγαθά είναι διαφημιστικά δείγματα τοποθέτησης προϊόντων που εξασφαλίζουν μυθικά έσοδα στην παραγωγή, ενώ όλο το περιβάλλον του περιστρέφεται διακριτικά γύρω από τη δική του ασφάλεια και ευημερία. Εν αγνοία του ήρωα, τα πάντα – ακόμα και τα καιρικά φαινόμενα – ελέγχονται από τον απόμακρο δημιουργό του τηλεπαιχνιδιού, τον σκηνοθέτη Κριστόφ (Εντ Χάρις). Όταν ωστόσο μια μέρα ο Τρούμαν βλέπει στιγμιαία τον πατέρα του ολοζώντανο μπροστά του, η φύση της πλάνης του θα αρχίσει να διακρίνεται.
    Βασισμένος σε σενάριο του Άντριου Νίκολ, σκηνοθέτη του Γκάτακα (1997), ο Πίτερ Γουίαρ υλοποίησε ένα πρωτοποριακό φιλμ το οποίο συνθέτει στοιχεία κωμωδίας, δράματος και επιστημονικής φαντασίας, πατώντας σε μία όχι τόσο πρωτότυπη αλλά οπωσδήποτε γοητευτική ιδέα. Εν έτει 1998, το μεγαλύτερο μέρος του κοινού και των κριτικών εστίασε την προσοχή του στην απρόσμενη ερμηνεία του Τζιμ Κάρεϊ, γνωστού ως τότε για αποκλειστικά κωμικούς ρόλους, στο ειρωνικό λογοπαίγνιο του ονόματος Τρούμαν (= «αληθινός άνθρωπος»), στην προβληματική της απώλειας κάθε ιδιωτικότητας μέσω της νέας τεχνολογίας και στην προφητική κριτική του σεναρίου για τα ΜΜΕ και τον έλεγχο που ασκούν στις μάζες και στα άτομα, σε μία εποχή όπου τα τηλεπαιχνίδια ριάλιτι ακόμα δεν είχαν καλά-καλά ξεκινήσει να προβάλλονται. Στην πραγματικότητα όμως η ταινία είναι πολύ πιο πολυδιάστατη, με τον πανόπτη ηγέτη Κριστόφ να παρομοιάζεται εμφανώς με τον Θεό και τον Τρούμαν να μοιάζει τόσο με αργά αφυπνιζόμενο μύστη που φτάνει στη «φώτιση» για να κατανοήσει την πλάνη της αντιληπτής πραγματικότητας, όσο και με έφηβο που επιζητά απεγνωσμένα να οικοδομήσει μία αυθεντική ατομική ταυτότητα έξω από τα παραδεδομένα οικογενειακά πρότυπα. Εγκλωβισμένος στις συμβάσεις ενός ανιαρού επαγγέλματος και ενός συμβατικού γάμου, νιώθει ένα κενό νοήματος και αποφασίζει να ρισκάρει τα πάντα για να το καλύψει, ενόσω η γλυκερά «ειδυλλιακή» κοινότητα του Σιχέιβεν, που παραπέμπει εικαστικά στο στερεοτυπικό ευημερές προάστιο του «αμερικανικού ονείρου» των μεταπολεμικών μεσαίων τάξεων της Δύσης, αποδεικνύεται μία καλοστημένη προσομοίωση με στόχο τη χειραγώγηση, ένα κατασκευασμένο, πλαστό κοινωνικό περιβάλλον που δυναστεύει και αλλοτριώνει το άτομο κατ’ επιταγή των ισχυρών.

Κινηματογράφος: «Ο δικηγόρος του Διαβόλου» (1997)

Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

«THE DEVIL'S ADVOCATE»




    Ο Κέβιν Λόμαξ (Κιάνου Ριβς) είναι ένας εξαιρετικά επιτυχημένος συνήγορος υπεράσπισης της Φλόριντα, ειδικευμένος στο να αθωώνει ενόχους έναντι αδράς αμοιβής. Όταν μία μεγάλη δικηγορική φίρμα από τη Νέα Υόρκη με διεθνή πελατεία και ιδρυτή τον πανίσχυρο Τζον Μίλτον (Αλ Πατσίνο) τον προσλαμβάνει σε μία θέση κύρους υψηλά στην ενδοεταιρική ιεραρχία, ο Κέβιν και η νεαρή του σύζυγος (Σαρλίζ Θερόν) μετακομίζουν στη μεγαλούπολη, παρά τις αντιρρήσεις της θρησκόληπτης μητέρας του που τον μεγάλωσε μόνη της. Ο Κέβιν έχει την προσοχή και την εμπιστοσύνη του Μίλτον, αλλά πρέπει να αποδείξει την αξία του αναλαμβάνοντας μία δύσκολη υπόθεση δολοφονίας με κατηγορούμενο έναν μεγάλο εργολάβο της Νέας Υόρκης. Ενώ βυθίζεται στη δουλειά και η σύζυγός του αρχίζει να καταρρέει ψυχολογικά βιώνοντας παραισθήσεις και προβλήματα γονιμότητας, ο Κέβιν συνειδητοποιεί όχι μόνο πως κάτι ύποπτο συμβαίνει με τη φίρμα και με τον μέντορά του και ιδρυτή της, αλλά και ότι ο ίδιος είναι πολύ πιο στενά συνδεδεμένος μαζί της απ’ όσο νόμιζε, με δεσμούς κινούμενους στα όρια του υπερφυσικού.
    Ο Δικηγόρος του Διαβόλου είναι μία ταινία που παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το ισπανικό Άνοιξε τα μάτια του ίδιου έτους. Όπως κι εκείνο, μπορεί να γίνει αντιληπτό ως φιλμ με περιεχόμενο δομημένο σε πολλαπλά επίπεδα. Σε πρώτο πλάνο, έχουμε ένα ηθικολογικό υβρίδιο υπερφυσικού και δικαστικού θρίλερ που, με αφηγηματικό όχημα το επάγγελμα του δικηγόρου, στηλιτεύει απλοϊκά τη γιάπικη απληστία, ματαιοδοξία και έλλειψη φραγμών εμπρός στο κέρδος, ενώ εξυμνεί την ελεύθερη βούληση και τη δυνατότητα του ατόμου να επιλέξει τη δική του οδό. Από αυτή τη σκοπιά, η αλληγορία είναι οδυνηρά προφανής και η μηδενική υπαινικτικότητα πλήττει θανάσιμα το περιεχόμενο. Σε δεύτερο επίπεδο, πρόκειται απλώς για μία συρραφή δανείων από παλαιότερες κινηματογραφικές παραγωγές, όπως το Μωρό της Ρόζμαρι (1968), ο Δαιμονισμένος άγγελος (1987), η Γουόλ Στριτ (1987) και η Φίρμα (1993). Σε τρίτο επίπεδο, ωστόσο, το εγχείρημα συγχρονίστηκε άψογα με τον παλμό της εποχής και την αλυσίδα ταινιών «φιλοσοφικής συνωμοσίας» οι οποίες πραγματεύονταν ζητήματα πλαστής ή ελλιπούς μνήμης, ετεροκαθορισμένης ταυτότητας, κατακερματισμένης προσωπικότητας και ψευδαισθητικής πραγματικότητας (Το παιχνίδι και Άνοιξε τα μάτια το 1997, Ζωντανή μετάδοση και Σκοτεινή πόλη το 1998, Η έκτη αίσθηση, eXistenZ, Fight Club και Μάτριξ το 1999, Μεμέντο και American Psycho το 2000). Η οντολογική αμφιβολία, οι εναλλακτικές πραγματικότητες, η σταδιακή διάβρωση του «αντικειμενικού», συμβατικά αποδεκτού εξωτερικού κόσμου και η σκιαγράφηση του μητροπολιτικού αστικού τοπίου – απόλυτης ενσάρκωσης της νεωτερικότητας – ως φορέα εγκλεισμού και διαφθοράς, φέρνουν στο προσκήνιο το υπαρξιακό άγχος μίας επίπλαστα ευημερούσας μετανεωτερικής Δύσης, ελάχιστα πριν την αλλαγή της χιλιετίας. Δεν είναι σύμπτωση το ότι τόσο εδώ όσο και στο Άνοιξε τα μάτια εμφανίζεται πρακτικά η ίδια σκηνή, αυτή της απόκοσμα και απρόσμενα κενής μεγαλούπολης με τον πρωταγωνιστή να περιφέρεται στις λεωφόρους της σαστισμένος, ως ένδειξη του ανωτέρου κλίματος και σύμβολο της ψυχικής κενότητας του νεωτερικού homo economicus.

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Κινηματογράφος: «Άνοιξε τα μάτια» (1997)

ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

«ABRE LOS OJOS»





     Ο 25χρονος Σεζάρ, ορφανός αλλά πλούσιος και γοητευτικός κληρονόμος μίας αλυσίδας εστιατορίων στη Μαδρίτη, απολαμβάνει αμέριμνα την άνετη ζωή και τη σημαντική επιτυχία του στις γυναίκες. Το κύριο πρόβλημά του τον τελευταίο καιρό είναι η προσκόλληση επάνω του της Νούρια, μίας πρόσφατης γνωριμίας με την οποία έκανε έρωτα δύο φορές αλλά γνωρίζει ελάχιστα. Όταν στο πάρτι γενεθλίων του η Νούρια εισβάλλει απρόσκλητη και τον παρενοχλεί, ο Σεζάρ χρησιμοποιεί ως μέσον διαφυγής τη γλυκιά ηθοποιό Σοφία – τη νέα φιλενάδα του καλύτερου φίλου του Πελάγιο. Πολύ γρήγορα, οι δυο τους εγκαταλείπουν το πάρτι, τη Νούρια και τον Πελάγιο για να περάσουν μία ευχάριστη νύχτα στο σπίτι της ηθοποιού. Ο Σεζάρ πιστεύει ότι η Σοφία είναι ο έρωτας της ζωής του – το επόμενο όμως πρωινό η Νούρια, σε μία έκρηξη ζήλειας, θα επιχειρήσει να τον δολοφονήσει και ταυτόχρονα να αυτοκτονήσει. Επιτυγχάνει μόνο το δεύτερο, αλλά ο Σεζάρ επιβιώνει με πρόσωπο παραμορφωμένο πολύ πέρα από τις δυνατότητες επέμβασης της πλαστικής χειρουργικής. Η Σοφία επιστρέφει στον Πελάγιο και ο Σεζάρ βλέπει τον κόσμο του να γκρεμίζεται. Ξαφνικά, ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, όλα αλλάζουν προς το καλύτερο: η ιατρική ομάδα η οποία τον επέβλεπε κατορθώνει να επαναφέρει την εμφάνισή του με νέες χειρουργικές μεθόδους, ενώ η Σοφία παρατά τον Πελάγιο και συνάπτει δεσμό μαζί του. Η ευτυχία ωστόσο δεν διαρκεί πολύ: παράδοξα παραισθητικά συμβάντα, διπλοπροσωπίες, κενά μνήμης και η εικόνα της Νούρια στοιχειώνουν σύντομα τον Σεζάρ, ώσπου βρίσκεται κατηγορούμενος για φόνο – το όνειρο έχει μετατραπεί σε εφιάλτη...
    Σε πρώτο επίπεδο έχουμε ένα θρίλερ με απροκάλυπτα ηθικολογική βάση, μια όχι πολύ διακριτική διδακτική παραβολή περί ματαιοδοξίας. Το εγωκεντρικό, ρηχό και όμορφο πλουσιόπαιδο χάνει σε μία στιγμή τη γοητεία του και νιώθει την αξία της ζωής του να εκμηδενίζεται, όσο «η γυναίκα της ζωής του» απομακρύνεται ταχύτατα. Μέσω του πλούτου του διορθώνει την κατάσταση, όμως πρέπει να πληρώσει το τίμημα. Σε δεύτερο επίπεδο, πρόκειται για μία απλή μεταφορά όπου η εσωτερική ασχήμια της προσωπικότητας του εγωιστή Σεζάρ αντανακλάται στην εξωτερική του φυσική παραμόρφωση, φέρνοντας στην επιφάνεια την ασυνείδητη απέχθεια του ίδιου για τον χαρακτήρα του και οδηγώντας τον στην παραφροσύνη, όσο η αντιληπτή πραγματικότητα αρχίζει να μοιάζει με παράδοξο εφιάλτη.