BENEATH A STEEL SKY
«BE VIGILANT. BE ALERT...»
– Επίσημο σύνθημα της Γιούνιον
Το 1994 το βρετανικό στούντιο
παραγωγής ηλεκτρονικών παιχνιδιών Revolution
κυκλοφόρησε το δεύτερο εγχείρημά του, το επιτυχημένο γραφικό adventure Beneath a Steel
Sky, μια διετία ύστερα από την
προηγούμενη προσπάθειά του ονόματι Lure
of the Temptress. Το φάνταζυ σκηνικό του τελευταίου
αντικαταστάθηκε στο νέο παιχνίδι από ένα υβρίδιο μεταποκαλυπτικής και
κυβερνοπάνκ μυθοπλασίας, με επιρροές από γνωστά δυστοπικά αφηγηματικά έργα όπως
τα μυθιστορήματα 1984 (1949) και Θαυμαστός καινούργιος κόσμος (1932), ή οι ταινίες Μετρόπολις (1927)
και Μπραζίλ (1985). Το Beneath a Steel
Sky ήταν
διαθέσιμο για δύο υπολογιστικές πλατφόρμες (PC και Amiga), απέσπασε
διθυραμβικές κριτικές και χαρακτηριζόταν από σχεδόν τετραπλάσια διάρκεια σε
σχέση με τον σύντομο προκάτοχό του. H
μηχανή παιχνιδιού ονόματι «Virtual
Theatre», σχεδιασμένη αρχικά για το
Lure of the
Temptress, εδώ εξελίχθηκε περαιτέρω επιτρέποντας τον εύκολο και
διαισθητικό χειρισμό από τον παίκτη – μέσω αποκλειστικά του ποντικιού – ενός
χαρακτήρα σε ένα δυναμικό περιβάλλον με διδιάστατα ζωγραφιστά γραφικά 256
χρωμάτων και πλάγια απεικόνιση τρίτου προσώπου, ρεαλιστική κίνηση, δεκάδες
λογικά αλληλοσυνδεδεμένες τοποθεσίες και NPC με αληθοφανείς ρουτίνες περιοδικής, αυτόνομης μετακίνησης
και αλληλεπίδρασης, ανεξαρτήτως των δράσεων του παίκτη! H Revolution εισήχθη έτσι στη λίστα των σημαντικών κατασκευαστών adventure, πριν σημαδέψει οριστικά τον χώρο
με το εξαιρετικά επιτυχημένο και δημοφιλές Broken Sword του 1996, στηριγμένο στην επόμενη
έκδοση του Virtual Theatre.
Στην πραγματικότητα το Beneath a Steel Sky είναι ένα
μέσης ποιότητας, διάρκειας και δυσκολίας αντιπροσωπευτικότατο δείγμα της
κατηγορίας του και της εποχής του. Παρά το ζοφερό μελλοντικό σκηνικό και το
κλίμα παράνοιας, το παιχνίδι είναι πλημμυρισμένο από χιούμορ, θερμές
καρικατούρες της καθημερινότητας ως χαρακτήρες, αστείες καταστάσεις και κωμικές
αναφορές στην παροντική λαϊκή κουλτούρα της Δύσης. Η επιλογή αυτή των
σχεδιαστών λειτουργεί ως δίκοπο μαχαίρι: από τη μία «συγχρονίζει» τον τίτλο με
την επικρατούσα μόδα στα adventure
κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 (εμβόλιμα χιουμοριστικά
στοιχεία και διάσπαρτα αστεία σε ένα καρτουνίστικο περιβάλλον) – στο πρότυπο
των κινηματογραφικής αίσθησης κωμικών επιτυχιών της εταιρείας Lucas Arts, όπως το Maniac
Mansion (1987), το Zak McKracken and the
Alien Mindbenders (1988), το Secret
of Monkey Island
(1990), το Monkey Island 2: LeChuck’s Revenge (1991), το Day of the
Tentacle (1993) και το Sam and
Max Hit the Road
(1993) – ενώ από την άλλη αναιρεί το μεταποκαλυπτικό και κυβερνοπάνκ σκηνικό
υποσκάπτοντας τη βαρύτητά του. Αν ο στόχος ήταν μία μεταμοντέρνα σάτιρα των ποπ
δυστοπιών, όπου τα κλισέ του παρωδούμενου αφηγηματικού συστατικού ταυτοχρόνως αναδεικνύονται
μέσω της υπερβολής και της καλοπροαίρετης διακωμώδησής τους σε μία εσκεμμένη
και αυτοαναφορική ανάμειξη των ειδών, τότε η συνταγή μάλλον απέτυχε διότι από το
μείγμα λείπει η ισορροπία και το τελικό αποτέλεσμα πάσχει από αθεράπευτη κρίση ταυτότητας.